Απώλειες της τάξης του 1,5% εμφάνισε σήμερα το Χρηματιστήριο Αθηνών, καθώς η εκκρεμότητα του «κόφτη» και της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους θέτουν εμπόδια στο τελεσίδικο «κλείσιμο» της αξιολόγησης.
Ο Γενικός Δείκτης έκλεισε στο 1,59% στις 622,71 μονάδες, με τον δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης να εμφανίζει πτώση κατά 2,19% στις 174,12 μονάδες. Ο τζίρος κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα – και συγκεκριμένα στα 67,07 εκατ. ευρώ. Από το σύνολο των μετοχών, 51 ενισχύθηκαν, 52 υποχώρησαν και 18 διατηρήθηκαν αμετάβλητες.
Ο τραπεζικός δείκτης σημείωσε απώλειες κατά 1,91% στις 41,19 μονάδες, καθώς η Τράπεζα Πειραιώς υποχώρησε κατά 3,08%, η Εθνική Τράπεζα κατά 2,30%, και η Alpha Bank κατά 3,51%. Αντίθετα, η μετοχή της Eurobank ενισχύθηκε κατά 0,95% και της Attica Bank κατά 15,35%.
Στο ταμπλό, η μετοχή της Aegean εμφάνισε απώλειες άνω του 6%, ενώ κοντά στο 5% διαμορφώθηκαν οι απώλειες για την Coca – Cola HBC. Πτώση κατά 3,6% σημείωσε και η μετοχή της ΔΕΗ.
Το βράδυ της Πέμπτης από τον δείκτη MSCI Global Standard διεγράφη χθες βράδυ η μετοχή της ΔΕΗ, η οποία – μαζί με τις μετοχές της Attica Bank και των Ελληνικών Πετρελαίων (ΕΛΠΕ) – εντάχθηκε στον δείκτη MSCI Global Small Cap. Οι αλλαγές θα τεθούν σε ισχύ από την 31η Μαΐου του 2016. Στον δείκτη MSCI Global Standard παραμένουν εκ μέρους της Ελλάδας, οι μετοχές των ΟΠΑΠ, ΟΤΕ, Εθνική, Alpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς, Eurobank, Folli-Follie Group, Jumbo και Τιτάν.
Στο μεταξύ, συρρίκνωση εμφάνισε η ελληνική οικονομία στο α’ τρίμηνο του 2016, σύμφωνα με στοιχεία τόσο της Eurostat, όσο και της ΕΛΣΤΑΤ. Συγκεκριμένα, με βάση τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το ελληνικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά 0,40% σε τριμηνιαία βάση και κατά 1,30% σε ετήσια βάση. Οι αναλυτές ανέμεναν ύφεση κατά 0,7% και 1,4% αντίστοιχα.
Στα της διαπραγμάτευσης, έως 11 δισ. ευρώ αναμένεται να είναι το ποσό της εκταμίευσης, καλύπτοντας και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου, σύμφωνα με κοινοτικό παράγοντα, που επιβεβαίωσε τη συμφωνία στο βασικό πακέτο μέτρων, ύψους 5,4 δισ. Δεν υπάρχει συμφωνία σε ό,τι αφορά τον μηχανισμό αυτόματης δημοσιονομικής διόρθωσης. Ο ίδιος αξιωματούχος, που επικαλείται το ΑΜΠΕ, πρόσθεσε ότι επί αυτού του μηχανισμού αναμένεται συμφωνία εντός του Σαββατοκύριακου, ούτως ώστε να νομοθετηθεί την ερχόμενη εβδομάδα.
Όπως εξήγησε, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναμένουν ορισμένες διευκρινίσεις από τις ελληνικές Αρχές, όσον αφορά την «αξιοπιστία» του μηχανισμού αυτόματης δημοσιονομικής διόρθωσης. Διαβεβαίωσε επίσης πως ο μηχανισμός θα ενεργοποιείται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, και πως ούτε οι ελληνικές αρχές, αλλά ούτε και οι θεσμοί θα έχουν λόγο σε αυτά. Όσον αφορά το ύψος της επόμενης δόσης που θα εκταμιευθεί, εφόσον επιτευχθεί συνολική συμφωνία, ο ίδιος κοινοτικός παράγοντας ανέφερε ότι είναι κάτι που θα αποφασιστεί στο Eurogroup της 24ης Μαϊου.
Εκτίμησε, ωστόσο, ότι το ποσό της εκταμίευσης θα είναι της τάξης των 10 δισ. ευρώ, καλύπτοντας και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου. Σημείωσε, ότι οι οικονομικές προβλέψεις των ευρωπαϊκών θεσμών για την Ελλάδα είναι «συνετές», βάσει των οποίων τα μέτρα ύψους 5,4 δισ. ευρώ θα οδηγήσουν σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Την ίδια ώρα, τον διαχωρισμό του «νέου χρήματος» που εισέρχεται στο τραπεζικό σύστημα και την απαλλαγή του από τους περιορισμούς των capital controls φαίνεται να υποστηρίζουν οι Βρυξέλλες. Πρόκειται για ένα αίτημα που έχουν υποβάλει σχεδόν από την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων οι τράπεζες και την επαναφέρουν, όπως επισήμανε η «Ν», εν όψει ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, με τη λογική ότι θα έδινε κίνητρο για την επαναφορά κεφαλαίων στο σύστημα.
Η κάθε απόφαση για χαλάρωση των capital controls λαμβάνεται μετά από έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος, που λαμβάνουν υπ’ όψιν τις συνολικές συνθήκες στις τράπεζες και την οικονομία. Κρίσιμη παράμετρος είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και εύλογα η ολοκλήρωση της αξιολόγησης αποτελεί μια βάση για τη βελτίωση των συνθηκών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η άρση των capital controls θα είναι σταδιακή, με βήματα χαλάρωσης αλλά πάντοτε εξαιρετικά προσεκτικά.
Παράλληλα, «τσουνάμι» ανατιμήσεων στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών φέρνει από τον Ιούνιο το νέο «πακέτο» αυξήσεων στους έμμεσους φόρους, το οποίο θα κοστίσει στους φορολογούμενους 1,8 δισ. ευρώ, επιφέροντας περαιτέρω συρρίκνωση των εισοδημάτων, πτώση της κατανάλωσης, αλλά και του τζίρου των επιχειρήσεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τα έσοδα του προϋπολογισμού.
Οι αυξήσεις στην έμμεση φορολογία που «κλείδωσαν» και στο Euro Working Group της Πέμπτης θα περιληφθούν στο επικείμενο πολυνομοσχέδιο με τα συνολικά πρόσθετα μέτρα ύψους 3,6 δισ. ευρώ που πρέπει να ψηφιστεί από τη Βουλή έως και τις 22 Μαΐου, ούτως ώστε στο Eurogroup της 24ης Μαΐου να δοθεί το «πράσινο φως» για ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης.
Δεδομένο είναι ότι τα νέα μέτρα, σε συνδυασμό με αυτά που περιλαμβάνονται στο νέο φορολογικό και ασφαλιστικό νόμο, θα επιτείνουν το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει ήδη η αγορά και θα «βυθίσουν» ακόμη βαθύτερα στην ύφεση την οικονομία, καθιστώντας έτσι δυσχερέστερη και την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη σταδιακή απομείωση του χρέους.
naftemporiki.gr