Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Ισχυρή δέσμευση και αλλαγή κουλτούρας είναι οι καταλύτες για την κινητοποίηση επενδύσεων, που θα οδηγήσει στην κάλυψη του επενδυτικού κενού για το οποίο μιλούν στις πρόσφατες εκθέσεις τους οι συμβουλευτικές εταιρείες, με τελευταία αυτήν της Deloitte για τον ΣΕΒ, που προτείνει συγκεκριμένη εργαλειοθήκη στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που θα οδηγήσει στη δημιουργία 200-250 χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας με ορίζοντα πενταετίας.
Οι καλές πρακτικές είναι πολλές, τόσο στις χώρες της γεωγραφικής γειτονιάς μας όσο και ευρύτερα στην Ευρώπη και στον κόσμο, αλλά ζητούμενο είναι ποιες θα αποτελέσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα, αναδεικνύοντάς τη σε ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Τις απαντήσεις δίνουν δυνητικοί επενδυτές, που θέτουν συγκεκριμένα ερωτήματα στους συμβούλους κατά τον σχεδιασμό της επενδυτικής τους διαδρομής, προκειμένου να αποφασίσουν θετικά ή αρνητικά για την εκκίνηση ή επέκταση μίας επένδυσης – από την αναγνώριση του επενδυτικού περιβάλλοντος, την αδειοδότηση και την εξασφάλιση προϋποθέσεων ανταγωνιστικής λειτουργίας μέχρι την εξασφάλιση χρηματοδότησης και συμμόρφωσης με κανονιστικά πλαίσια.
Όπως αναφέρει στη «N» ο διευθύνων σύμβουλος της Deloitte Ελλάδος Δημήτρης Κουτσόπουλος, «τα ερωτήματα των επενδυτών αφορούν μια σειρά από παραμέτρους που από κοινού επηρεάζουν την απόφασή τους να επενδύσουν στην Ελλάδα.
Η Deloitte αναγνώρισε τα βασικά εξ αυτών και ανέπτυξε μια “εικονική” επενδυτική διαδρομή προκειμένου να αναγνωρίσει τι επηρεάζει την τελική απόφαση για επένδυση. Βασικά ζητούμενα αποτελούν η σταθερότητα, τα κίνητρα, η πρόσβαση σε κατάλληλους πόρους και συντελεστές παραγωγής και σίγουρα ο χρόνος που θα απαιτηθεί για την έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας. Η Ελλάδα δυστυχώς βρίσκεται μακριά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε όρους ανταγωνιστικότητας, επηρεάζοντας αρνητικά μια απόφαση για επένδυση. Παρ’ όλα αυτά, κατατάσσεται στις χώρες με υψηλή κοινωνική πρόοδο, η διατήρηση της οποίας συνεπάγεται την προσέλκυση καλύτερων επενδύσεων ιδιαίτερα σε κλάδους αιχμής, υψηλής προστιθέμενης αξίας και έντασης γνώσης».
Τα αντικίνητρα
Αναφορικά με τα σημαντικότερα αντικίνητρα -τις πρακτικές που προβάλλονται από τους επενδυτές ως εμπόδια προκειμένου να προχωρήσουν σε μια επένδυση στην Ελλάδα-, η έρευνα καταγράφει συνολικά 35, ενώ μελέτησε 130 καλές πρακτικές σε περισσότερες από 35 χώρες για να σχεδιάσει 50 εργαλεία επιτάχυνσης παραγωγικών επενδύσεων.
Σύμφωνα με τον κ. Κουτσόπουλο, τα περισσότερα από τα προβλήματα που έχουν καταγραφεί απασχολούν κατά καιρούς πολλά κράτη εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Τα περισσότερα συνδέονται με την περιορισμένη αποτελεσματικότητα των μηχανισμών προσέλκυσης επενδύσεων, όπως ενδεικτικά το ασαφές και συνεχώς μεταβαλλόμενο ρυθμιστικό και φορολογικό πλαίσιο, η γραφειοκρατία και οι χρονοβόρες αδειοδοτικές διαδικασίες, η περιορισμένη κινητροδότηση των επιχειρήσεων, η αδυναμία προσέλκυσης ταλέντων, η αργή απονομή δικαιοσύνης και πολλά άλλα. Ο διεθνής ανταγωνισμός φαίνεται να κινείται με σημαντικά γρηγορότερο βήμα απ’ ό,τι η Ελλάδα. Απαιτείται συνεπώς ισχυρή δέσμευση και συνέπεια σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια που θα συνδέεται με μια ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική» εξηγεί.
Το γεωπολιτικό ρίσκο
Σε ερώτημα σχετικά με την αξιολόγηση και τη μέτρηση του γεωπολιτικού ρίσκου, σε μια περίοδο που αυξάνεται η μεταβλητότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με συχνές κλιμακώσεις της έντασης, ο κ. Κουτσόπουλος επισημαίνει στη «N»: «Το γεωπολιτικό ρίσκο συνδέεται με ένα από τα βασικότερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, που είναι σαφώς η θέση της στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χάρτη. Η σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή αποτελεί πάντοτε παράγοντα που προεξοφλείται μέσω του country risk και οδηγεί στην ανάγκη υψηλότερων αποδόσεων και συνεπώς αυστηρότερων κριτηρίων από τους επενδυτές. Είναι λοιπόν προς το συμφέρον της Ελλάδας να καλλιεργήσει μια επενδυτική κουλτούρα και να εκπέμψει ένα σαφές μήνυμα προς την επενδυτική κοινότητα που θα μετριάσει συνολικά το επενδυτικό ρίσκο».
Η έκθεση συμπεραίνει ότι η επιτάχυνση των επενδύσεων, που θα κλείσει το επενδυτικό κενό, για το οποίο πολύς λόγος γίνεται τελευταία, είναι εφικτή με τη στόχευση σε: α) καινοτομία και διαφοροποίηση, με προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας β) βελτίωση αποτελεσματικότητας και ανθεκτικότητας, με πρακτικές που μετασχηματίζουν τους μηχανισμούς προσέλκυσης και προώθησης επενδύσεων και γ) κάλυψη βασικών προϋποθέσεων, με την επίλυση προβλημάτων ανταγωνιστικότητας στην κατεύθυνση άλλων ευρωπαϊκών αγορών.
Για την υιοθέτηση ενός ταχύρρυθμου προγράμματος μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να καλύψει το επενδυτικό κενό και να επανατοποθετηθεί αποτελεσματικά στον επενδυτικό χάρτη, απαιτούνται κάποιες βασικές προϋποθέσεις, τις οποίες η Deloitte προσδιορίζει ως εξής:
- Αλλαγή κουλτούρας: Ενεργοποίηση αντανακλαστικών επενδυτικής κουλτούρας σε όλα τα επίπεδα της διακυβέρνησης και δημόσιας διοίκησης αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, αναγνωρίζοντας τον κομβικό ρόλο της εκπαίδευσης στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που θα πραστατέψει και θα αναδείξει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας.
- Εργαλειοθήκη: Η εργαλειοθήκη στηρίζει τη δημιουργία και προώθηση ενός περιβάλλοντος «δίκαιης μεταχείρισης» για την κινητοποίηση επενδύσεων.
- Δέσμευση: Η αξιοποίηση της έντονης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας των τελευταίων ετών βασίζεται στην ενεργοποίηση ή/και καλή εφαρμογή ήδη υπαρχόντων νόμων και ρυθμίσεων, ώστε να δοθεί ένα σαφές δείγμα δέσμευσης στην επενδυτική κοινότητα και σταδιακά να επιβεβαιωθούν τα αναμενόμενα αναπτυξιακά οφέλη.
Εξασφάλιση χρηματοδότησης
Σε ό,τι αφορά τη διευκόλυνση πρόσβασης των επενδυτών σε πηγές χρηματοδότησης, αυτό είναι κοινή επιδίωξη για τις περισσότερες χώρες. Πολλές καλές πρακτικές σχετίζονται με την κατάργηση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου για να στηριχθεί η προσέλκυση ιδίων κεφαλαίων, τον έλεγχο ενισχύσεων από πιστοποιημένους ελεγκτές, καθώς και την προώθηση επιστρεπτέων ενισχύσεων. Προτείνεται μεταξύ άλλων η ανάπτυξη πράσινων ομολόγων έργων (ευρεία χρήση γίνεται σε ΗΠΑ, Κίνα, Γαλλία και Γερμανία), η προώθηση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης (όπως, π.χ., στην προσπάθεια του Ισραήλ αξιοποιήθηκαν επενδυτικά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων με δραστηριότητα σε νέες τεχνολογίες και επιστήμες αιχμής), η ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η κατάργηση της έμμεσης φορολογίας για κινητοποίηση κεφαλαίου επιχειρήσεων (π.χ., στη Γερμανία δεν υπάρχει φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων εταιρειών τόσο κατά τη σύσταση όσο και κατά τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν πολύ χαμηλά τέλη 15-100 GBP).
Επενδυτικό κενό
Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα είναι προϋπόθεση ώστε η Ελλάδα να υπερδιπλασιάσει τις επενδύσεις σε παραγωγικές δραστηριότητες σε 4 από 6 χρόνια, βελτιώνοντας αισθητά το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ της χώρας από 13% σήμερα σε 20%. Οι εκθέσεις των μεγάλων ελεγκτικών εταιρειών σε γενικές γραμμές συγκλίνουν στο ύψους των αναγκαίων επενδύσεων που θα συντηρήσουν ρυθμούς ανάπτυξης 3%-4% για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τον κ. Κουτσόπουλο, «μεταξύ της Ελλάδας και της Ε.Ε. διευρύνεται ένα επενδυτικό κενό, το οποίο εκτιμάται σωρευτικά από το 2009 έως το 2017 σε πάνω από 100 δισ. ευρώ, κάτι στο οποίο συγκλίνει το σύνολο των σχετικών μελετών. Εάν η Ελλάδα συγκριθεί με χώρες που επιδεικνύουν ιδιαίτερα σημαντική αποτελεσματικότητα στην προσέλκυση επενδύσεων, το συγκεκριμένο κενό ανέρχεται σε 150 δισ. ευρώ».