Skip to main content

Ευρω-κριτική στην Κομισιόν για την εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος

Κριτική στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ασκεί το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συμβούλιο, υποστηρίζοντας ότι δεν εφαρμόζει με συνέπεια τη διαδικασία εφαρμογής των δημοσιονομικών κανόνων, βάσει των οποίων τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. πρέπει να διατηρούν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα κάτω από το 3% του ΑΕΠ και να περιορίζουν το χρέος τους στο 60% του ΑΕΠ.

Εάν το έλλειμμα μιας χώρας είναι πάνω από το όριο αυτό ή το χρέος της δεν μειωθεί επαρκώς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι υπουργοί Οικονομικών της Ε.Ε. ορίζουν στόχους και προθεσμίες για τη διόρθωση αυτών των επιπέδων στο πλαίσιο της λεγόμενης διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.

Η Κομισιόν «δεν εφαρμόζει με συνέπεια τη διαδικασία», ανέφεραν σε έκθεσή τους οι ελεγκτές της Ε.Ε. και πρόσθεσαν ότι δεν ήταν αποτελεσμαστική στην απόκτηση αξιόπιστων στοιχείων από τα κράτη μέλη και στο να τους επιβάλει να εφαρμόσουν τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο κάλεσε την Κομισιόν να είναι περισσότερο διαφανής στον τρόπο που αξιολογεί τη συμμόρφωση των χωρών με τους δημοσιονομικούς κανόνες.

«Ελάχιστες πληροφορίες είναι ευρέως διαθέσιμες όσον αφορά τις παραδοχές και τις παραμέτρους της Επιτροπής σχετικά με τα στοιχεία», αναφέρεται στην έκθεση και προστίθεται ότι «αυτό εγείρει αμφιβολίες ως προς τη συνολική αξιοπιστία των αξιολογήσεών της».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε την κριτική αυτή, λέγοντας ότι αντιμετωπίζει τα κράτη μέλη ισότιμα. Επίσης, ανέφερε ότι είναι απόλυτα προσηλωμένη στη διαφάνεια και έχει καταστήσει διαθέσιμες λεπτομερείς πληροφορίες για τα βασικά μέτρα.

Οι ελεγκτές έλεγξαν την εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος από την Επιτροπή την περίοδο 2009-2015 σε έξι κράτη-μέλη: την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Τσεχία, την Κύπρο και τη Μάλτα.

Όπως υποστήριξαν, η Κομισιόν χρησιμοποίησε «υψηλό βαθμό ευελιξίας και διακριτικότητας» για την Ιταλία και τη Γαλλία το 2015. Αποφάσισε να μην εκκινήσει μια διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος σε βάρος της Ιταλίας, παρά την «εκ πρώτης όψεως» παραβίαση του δημοσιονομικού κανόνα, ενώ παρείχε περισσότερο χρόνο στη Γαλλία για να μειώσει το έλλειμμά της κάτω από το 3% παρά τα στοιχεία που υποδείκνυαν ότι η διαδικασία θα έπρεπε να είχε αυστηροποιηθεί.