«Η Τράπεζα Πειραιώς, προγραμματίζει να αυξήσει τις καθαρές χρηματοδοτήσεις της προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατά 10 δισ. ευρώ εντός της επόμενης 4ετίας, συνεισφέροντας στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας», τόνισε ο υπουργός Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρα, στην ομιλία του στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.
Ο κ. Σταϊκούρας, συζήτησε τις εξελίξεις και τις προοπτικές του τραπεζικού συστήματος, για δεύτερη φορά όπως είπε μέσα σε χρονικό διάστημα μόλις 40 ημερών, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς, διότι, τόνισε, σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη κυβέρνηση, «εμείς πιστεύουμε στην κοινοβουλευτική και κοινωνική λογοδοσία και στην πλήρη διαφάνεια».
Ο υπουργός, έκανε μια μία σύντομη, ιστορική αναδρομή στην πορεία του τραπεζικού συστήματος την τελευταία δεκαετία, αναφέροντας ότι το καλύτερο «πρωταπριλιάτικο ψέμα» είναι οι πρόσφατες αναφορές της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης περί μη προστασίας του δημοσίου συμφέροντος από τη σημερινή κυβέρνηση.
Την προηγούμενη δεκαετία, είπε, τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας βρέθηκαν, εξαιτίας της κρίσης αλλά και με δική τους σημαντική ευθύνη, αντιμέτωπα με μεγάλες προκλήσεις, που κατέστησαν αναγκαία τη διαμόρφωση πλαισίου στήριξής τους, προκειμένου να διαφυλαχθούν οι καταθέσεις των πολιτών από τον κίνδυνο απώλειας και η πραγματική οικονομία από πλήρη κατάρρευση.
Το πλαίσιο, συνέχισε ο υπουργός, ξεκίνησε να δημιουργείται έγκαιρα, από το 2008, από την τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όταν το «τσουνάμι» της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης χτύπησε την Ευρώπη, ενώ συνεχίστηκε μεταγενέστερα, μέσα από τις 2 πρώτες ανακεφαλαιοποιήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, αυτές του 2013 και του 2014.
Το αποτέλεσμα, σημείωσε, ήταν, όπως επιβεβαιώνει και η Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, «η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών να παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα», ακόμη και στο 1ο τρίμηνο του 2015.
Ενδεικτικά, ανέφερε, εξαιτίας επιλογών της περιόδου πριν το 2015, τα τραπεζικά ιδρύματα:
- Επανέκτησαν μέρος των καταθέσεων.
- Πραγματοποίησαν επιτυχείς αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, αντλώντας 8,3 δισ. ευρώ από τις αγορές.
- Εξέδωσαν τίτλους αξίας περίπου 2,5 δισ. ευρώ.
- Μηδένισαν την εξάρτησή τους από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας της ΕΚΤ.
- Μειώθηκε δραστικά η ροή των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
- Ενώ τα συνολικά έσοδα στον Κρατικό Προϋπολογισμό από την αξιοποίηση του πακέτου ρευστότητας του 2008, από μερίσματα και προμήθειες, υπερέβησαν τα 4 δισ. ευρώ την περίοδο 2009-2014.
Συνεπώς, επεσήμανε ο υπουργός, η κατάσταση στο Ελληνικό τραπεζικό σύστημα – σταδιακά – σταθεροποιήθηκε, και μέχρι το 2014, αποκαταστάθηκε η εμπιστοσύνη σε αυτό.
Ωστόσο, είπε, δυστυχώς, η κατάσταση αυτή άλλαξε το 2015, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, που με λανθασμένους και ανερμάτιστους χειρισμούς, έφερε το τραπεζικό σύστημα αντιμέτωπο με μεγάλους κινδύνους που διογκώθηκαν μετά την τραπεζική αργία και τους κεφαλαιακούς περιορισμούς.
Και αυτό γιατί, πρόσθεσε ο υπουργός, μεταξύ άλλων, το 1ο εξάμηνο του 2015:
- Οι συνολικές καταθέσεις και τα repos των πιστωτικών ιδρυμάτων μειώθηκαν κατά περίπου 50 δισ. ευρώ, η μεγαλύτερη εκροή από την αρχή της κρίσης.
- Η ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών επιδεινώθηκε, καθώς αυξήθηκαν ραγδαία τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
- Η αξία των τραπεζικών μετοχών που κατείχε το Ελληνικό Δημόσιο «κατέρρευσε», αφού, αυτή μειώθηκε κατά 80%.
- Επεστράφησαν, με ευθύνη της Κυβέρνησης, τα 11 δισ. ευρώ του ΤΧΣ στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
- Και τέλος, η χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος γινόταν σχεδόν αποκλειστικά από τον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας.
Αυτά τα στοιχεία, συμπλήρωσε ο κ. Σταϊκούρας, επιβεβαιώνει και η Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Δεκέμβριο του 2015, η οποία αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις, η εκροή καταθέσεων και το συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, λόγω της χειροτέρευσης του οικονομικού κλίματος, κατέστησαν αναγκαία την εκ νέου ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, παρά την ανακεφαλαιοποίηση του 2014».
Το ίδιο, συνέχισε, επισημαίνει και η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Ιούλιο του 2015, η οποία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Υφίστανται σημαντικοί κίνδυνοι για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στην Ελλάδα, που προήλθαν από την αβεβαιότητα των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών πολιτικών της Ελληνικής Κυβέρνησης το τελευταίο εξάμηνο», δηλαδή το 1ο εξάμηνο του 2015.
Ακόμη, υπογράμμισε ο υπουργός, Έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τον Οκτώβριο του 2015, υποστήριζε ότι οι νέες κεφαλαιακές ανάγκες οφείλονται στη χειροτέρευση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος για το 2015 και τα επόμενα χρόνια, στα νέα, πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης, στους κεφαλαιακούς περιορισμούς, στη μείωση της αξίας των εξασφαλίσεων, και στην αναμενόμενη αυξημένη ροή νέων επισφαλών δανείων.
Είναι ενδεικτικό, τόνισε ο κ. Σταϊκούρας, ότι η Συνολική Αξιολόγηση που διενεργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το 2014, έδειξε ότι οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και τα σχέδια αναδιάρθρωσης που υλοποιούνταν από τις συστηµικές τράπεζες, ενίσχυσαν σημαντικά την κεφαλαιακή τους θέση, αλλά αυτό αντιστράφηκε πλήρως το 2015, καθώς στην αντίστοιχη άσκηση διαπιστώθηκε σημαντικό κεφαλαιακό έλλειμμα για όλες τις ελληνικές συστημικές τράπεζες.
Εν προκειμένω, είπε ο υπουργός, για την Τράπεζα Πειραιώς, οι κεφαλαιακές ανάγκες, αφού ελήφθησαν υπόψη ορισμένες ενέργειες από την τράπεζα, ανήλθαν στα 4,7 δισ. ευρώ. Το αποτέλεσμα αυτής της 3ης, αχρείαστης, κατά τον υπουργό ανακεφαλαιοποίησης, ήταν να προστεθεί νέο κόστος στο Δημόσιο που αύξησε το δημόσιο χρέος και επιβαρύνθηκαν οι Έλληνες φορολογούμενοι, κάτι που, όπως επεσήμανε, δεν υπήρχε ως ενδεχόμενο λίγους μήνες πριν.
Επίσης, σημείωσε ότι η ανακεφαλαιοποίηση απαξίωσε τις προηγούμενες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου.
Ειδικότερα, ανέφερε ότι
- Για την Εθνική Τράπεζα, η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, το 2013, έγινε με τιμή ανά μετοχή, στα 4,29 ευρώ.
- Η δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση, το 2014, στα 2,2 ευρώ.
- Και η τρίτη, η «αριστερή» ανακεφαλαιοποίηση, το 2015, στα 0,02 ευρώ.
- Για την Alpha Bank, η πρώτη, το 2013, έγινε με τιμή ανά μετοχή στα 0,44 ευρώ.
- Η δεύτερη, το 2014, στα 0,65 ευρώ.
- Και η τρίτη, το 2015, στα 0,04 ευρώ.
- Eurobank: 1,5 ευρώ η πρώτη, 0,31 ευρώ η δεύτερη, και 0,01 ευρώ η τρίτη.
- Τράπεζα Πειραιώς: 1,7 ευρώ η πρώτη, 1,7 ευρώ η δεύτερη, 0,03 ευρώ η τρίτη.
Μάλιστα, ανέφερε ο υπουργός, η 3η ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Πειραιώς έγινε με discount 99%, άρα το κόστος για τους παλαιούς επενδυτές, μικρούς και μεγάλους, ήταν τεράστιο.
Ακόμη, σημείωσε ότι η ανακεφαλαιοποίηση σχεδόν εκμηδένισε την αξία του χαρτοφυλακίου του ΤΧΣ, δηλαδή των μετοχών που κατείχαν ουσιαστικά οι Έλληνες φορολογούμενοι μέσω του Δημοσίου, δηλαδή, η αξία της συμμετοχής του ΤΧΣ διαμορφώθηκε στα 2,4 δισ. ευρώ στο τέλος του 2015, από 11,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014. Ενδεικτικά, είπε ο υπουργός, η αξία των μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς συρρικνώθηκε από τα 3,71 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014, στα 641 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2015. Ενώ, πρόσθεσε, και τα ποσοστά συμμετοχής του ΤΧΣ συρρικνώθηκαν.
- Στο 26% στην Τράπεζα Πειραιώς, από 67%.
- Στο 11% στην Alpha Bank, από 66%.
- Στο 2,4% στην Eurobank, από 35%.
- Στο 40% στην Εθνική, από 57%.
Ακόμα, η ανακεφαλαιοποίηση τροποποίησε, επί το δυσμενέστερο, τα σχέδια αναδιάρθρωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον κ. Σταϊκούρα, να προβλέπεται μεγάλη συρρίκνωση του δικτύου των τραπεζών, ακόμη πιο σημαντικές μειώσεις προσωπικού, και απώλεια αξιόλογων περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, κυρίως στο εξωτερικό.
Στη συνέχεια ο υπουργός υπενθύμισε τις δηλώσεις του κ. Τσίπρα στις 5 Οκτωβρίου 2015, υποστηρίζοντας ότι είχε τονίσει ότι «με τις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις δεν αντιμετωπίσθηκε το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων», ενώ είπε πως με την 3η ανακεφαλαιοποίηση, αυτό θα επιτυγχάνονταν. Παρόμοιες, τόνισε, ήταν και οι δηλώσεις Τσακαλώτου και Δραγασάκη.
Δυστυχώς, επεσήμανε ο υπουργός, για τη χώρα, επί 4 χρόνια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε παταγωδώς.
Συγκεκριμένα, είπε:
1ον. Τον Ιούνιο του 2019, η αξία των μετοχών στις συστημικές τράπεζες διαμορφώθηκε στα 1,6 δισ. ευρώ, ακόμη χαμηλότερα και από το τέλος του 2015 (ήταν 2,4 δισ. ευρώ). Ειδικότερα, η αξία των μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς, χωρίς μεταβολή του ποσοστού του ΤΧΣ στο μεσοδιάστημα, συρρικνώθηκε περαιτέρω, από τα 642 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2015, στα 354 εκατ. ευρώ τον Ιούνιο του 2019.
2ον. Τα «κόκκινα» δάνεια ανήλθαν, τον Μάρτιο του 2016, στα 107 δισ. ευρώ. Στο υψηλότερο σημείο τους. Δηλαδή, πρόσθεσε, όταν όλη η Ευρώπη προχωρούσε μπροστά, εκμεταλλευόμενη το ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον, εμφανίζοντας εντυπωσιακά αποτελέσματα στη μείωση των «κόκκινων» δανείων, η χώρα μας αποτελούσε «αρνητική» εξαίρεση, με αποτέλεσμα, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο του δανειακού χαρτοφυλακίου, να βρίσκεται, τον Ιούνιο του 2019, στο 43,6%, δηλαδή στο επίπεδο του 2014.
Επί 4 χρόνια, ανέφερε ο ΥΠΟΙΚ, το πρόβλημα της διαχείρισης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με αποκλειστική ευθύνη της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, παρέμεινε οξύ και άλυτο και «αυτή την δύσκολη κατάσταση κληρονομήσαμε, το καλοκαίρι του 2019». Ωστόσο, συνέχισε «παρά αυτές όμως τις δυσκολίες, επί 1,5 έτος, ως πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών, κινούμαστε με σχεδιασμό, σοβαρότητα, μεθοδικότητα και υπευθυνότητα, για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα και τις προκλήσεις».
Συγκεκριμένα, δήλωσε:
«1ον. Εφαρμόζουμε, με επιτυχία, το σχέδιο «ΗΡΑΚΛΗΣ». Μία ολοκληρωμένη συστημική λύση, που ψηφίστηκε στο τέλος του 2019, και η οποία έχει οδηγήσει σε σημαντικά, θετικά αποτελέσματα. Έχουν ήδη ενταχθεί σε αυτή όλες οι συστημικές τράπεζες, προσελκύοντας διεθνείς επενδυτές, με συνολική ακαθάριστη αξία τιτλοποιήσεων που ανέρχεται περίπου στα 32 δισ. ευρώ. Αυτό οδήγησε σε σημαντική συρρίκνωση των «κόκκινων» δανείων. Συγκεκριμένα, το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώνεται στα 47 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2020. Δηλαδή, μειωμένα κατά 31% μέσα σε ένα έτος.Πρόκειται για μεγάλη επιτυχία της ελληνικής οικονομίας, που αναγνωρίζεται, διεθνώς».
Πλέον, εξήγησε ο ΥΠΟΙΚ, δρομολογείται η επέκταση του Προγράμματος και μέχρι το τέλος του 2022, όλες οι συστημικές τράπεζες μπορούν να έχουν επιτύχει μονοψήφιο ποσοστό «κόκκινων» δανείων, πιθανόν κάποιες και μέσα στο 2021.
Ο κ. Σταϊκούρας, αναφέρθηκε και σε επιπλέον ενέργειες λέγοντας πως: «Νομοθετήσαμε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τη ρύθμιση οφειλών και την παροχή 2ης ευκαιρίας σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Το νέο αυτό πλαίσιο αντικαθιστά ένα σύνθετο πλέγμα διάσπαρτων μέτρων, που δεν κατάφεραν, τα προηγούμενα χρόνια, να δώσουν ουσιαστική λύση στο πρόβλημα.
Επιπλέον, δίνει τη δυνατότητα ρύθμισης και αναδιάρθρωσης χρεών προς τράπεζες, εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, λαμβάνοντας ειδικές πρόνοιες για τους ευάλωτους πολίτες, οι οποίοι θα στηρίζονται από το Κράτος, ενώ παράλληλα διασφαλίζει ότι δεν θα ενταχθούν στρατηγικοί κακοπληρωτές στο νέο σχήμα».
Επίσης, υπογράμμισε «Υλοποιούμε το Πρόγραμμα «ΓΕΦΥΡΑ», παρέχοντας ουσιαστική στήριξη στους πολίτες, νοικοκυριά και – πλέον από χθες και – επιχειρήσεις, που δοκιμάζονται από τον οικονομικό αντίκτυπο της υγειονομικής κρίσης. Παράλληλα, ενισχύουμε την κουλτούρα πληρωμών και επιβραβεύουμε, για πρώτη φορά, τους συνεπείς δανειολήπτες». Ακόμη, συμπλήρωσε,
«Ενισχύουμε τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, κυρίως των μικρομεσαίων. Ενδεικτικά, με την υλοποίηση των 6 πρώτων κύκλων της Επιστρεπτέας Προκαταβολής, έχουν ήδη διοχετευθεί 7,3 δισ. ευρώ στην πραγματική οικονομία. Ενώ, μέσω του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και του Ταμείου Εγγυοδοσίας, έχουν εκταμιευθεί δάνεια ύψους 7,5 δισ. ευρώ, σε 31.872 επιχειρήσεις». Ταυτόχρονα «Ενισχύουμε και επεκτείνουμε την τραπεζική χρηματοδότηση, με τη σταδιακή διοχέτευση στην οικονομία των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.
Το ποσό που αναλογεί στη χώρα μας ανέρχεται στα 32 δισ. ευρώ, κυρίως επιχορηγήσεις, που θα κατευθυνθούν σε μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις οι οποίες ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Ποσό το οποίο διαμορφώνεται στα 57 δισ. ευρώ, εάν προσθέσουμε ένα σημαντικό κεφάλαιο που θα κινητοποιηθεί από τον ιδιωτικό τομέα, με την αξιοποίηση και του τραπεζικού συστήματος της χώρας μας», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ο στόχος, σύμφωνα με τον υπουργό, είναι τα τραπεζικά ιδρύματα να αποτελέσουν, ξανά, μοχλό ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και ενεργοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας και μέσα σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον, με θετικές προοπτικές αλλά και προκλήσεις, η Τράπεζα Πειραιώς επιδιώκει την ταχεία αποκλιμάκωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στον ισολογισμό της και τον επιχειρηματικό μετασχηματισμό της.
Οι λόγοι που είναι αναγκαία η κεφαλαιακή της ενίσχυση, μέσα από μία μεγάλη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, τόνισε ο υπουργός είναι:
1ος. Με στοιχεία Δεκεμβρίου 2020, η Τράπεζα είχε δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων περίπου στο 45%, τον υψηλότερο στην Ελλάδα, και έναν από τους υψηλότερους μεταξύ των συστημικών τραπεζών υπό την εποπτεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού. Γίνεται κατανοητό ότι όταν η μεγαλύτερη τράπεζα στην Ελλάδα έχει «κόκκινο» το μισό χαρτοφυλάκιο δανείων της, υπάρχει:
- πρόβλημα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, και
- πρόβλημα δυνατότητας χρηματοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, και διάχυσης της ευνοϊκής νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία.
2ος. Το Πρόγραμμα «ΗΡΑΚΛΗΣ», πράγματι, «ξεμπλόκαρε» τις πωλήσεις δανείων μέσω τιτλοποιήσεων, με ευεργετικές συνέπειες για τις τράπεζες και την οικονομία. Εντούτοις, οι τράπεζες επωμίζονται σημαντικό κόστος από τις εν λόγω συναλλαγές. Ενδεικτικά, το συνολικό κόστος που προϋπολογίζει η Τράπεζα Πειραιώς για τις πωλήσεις δανείων εντός του 2021 και την εξυγίανση του ισολογισμού της, θα αφαιρέσει περίπου 6,5 ποσοστιαίες μονάδες από το συνολικό δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας.
3ος. Ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας είναι, με στοιχεία Δεκεμβρίου 2020, στο 15,8%, ενώ, λαμβάνοντας υπόψη την πλήρη επίδραση από την εφαρμογή των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9, ο δείκτης μειώνεται στο 13,8%. Άρα είναι ξεκάθαρο ότι χωρίς κεφαλαιακή ενίσχυση, είτε η τράπεζα δεν θα μπορούσε να εξυγιάνει τον ισολογισμό της, είτε θα έριχνε τους δείκτες φερεγγυότητας κάτω των ελαχίστων εποπτικών ορίων, με ότι αυτό συνεπάγεται, ακόμη και αν λάβουμε υπόψη την ευελιξία που έχει δείξει ο Ευρωπαϊκός εποπτικός μηχανισμός έως το 2022.
Eναλλακτική της κεφαλαιακής ενίσχυσης δεν υπήρχε, σημείωσε ο κ. Σταϊκούρας διότι:
– Η μη εξυγίανση του ισολογισμού της τράπεζας θα παγίδευε το πιστωτικό ίδρυμα σε αδυναμία μεγέθυνσης του ισολογισμού της και παραγωγής οργανικών κερδών, εν μέσω ολοένα αυξανόμενων εποπτικών απαιτήσεων και δυσχερούς πρόσβασης στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Αυτό πιθανότατα θα οδηγούσε σε εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης και το κόστος για καταθέτες και Δημόσιο από τυχόν εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης θα ήταν δυσβάστακτο, ενώ θα προέκυπτε ανεπανόρθωτο πλήγμα στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
– Η ανάγκη για άμεση ενίσχυση κεφαλαίων, σε συνδυασμό με τους όρους για τη μετατροπή των Υπό Αίρεση Μετατρέψιμων Ομολογιών (Contingent Convertible Securities – CoCos) σε κοινές μετοχές, που νομοθέτησε η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, είχαν ήδη προεξοφλήσει τη μετατροπή του και απομειώσει την αξία του.
Η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, της 2 Νοεμβρίου 2015, καθόριζε, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τον ΥΠΟΙΚ, τους όρους και της προϋποθέσεις της μετατροπής, οι οποίοι ήταν:
- Οι ομολογίες μετατρέπονται αυτόματα σε κοινές μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος, εάν για οποιονδήποτε λόγο το πιστωτικό ίδρυμα δεν καταβάλει τους καταβλητέους τόκους σε δύο Ημερομηνίες Καταβολής Τόκου.
- Οι κάτοχοι ομολογιών δικαιούνται, στην 7η Επέτειο, να μετατρέψουν τις ομολογίες τους σε κοινές μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος.
- Και τέλος, η τιμή μετατροπής για την Τράπεζα Πειραιώς ουσιαστικά ορίστηκε στην ονομαστική αξία των 6 ευρώ.
Η απώλεια της πρώτης πληρωμής του κουπονιού έγινε το 2018, είπε ο κ. Σταϊκούρας, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με απόφαση της ίδιας της Τράπεζας, χωρίς να υπάρξει επίσημο αίτημα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η πρόταση της Τράπεζας Πειραιώς για πληρωμή του τοκομεριδίου, ύψους 166 εκατ. Ευρώ το 2020, απορρίφθηκε, το Νοέμβριο, από την ΕΚΤ, ενώ το Δεκέμβριο του 2022, με βάση τους όρους που η προηγούμενη κυβέρνηση νομοθέτησε, θα είχε δικαίωμα το ΤΧΣ να μετατρέψει τα CoCos σε κοινές μετοχές, στην ονομαστική αξία των 6 ευρώ.
Άρα, συμπέρανε ο υπουργός, η τράπεζα χρειάζεται άμεση ενίσχυση κεφαλαίων, και ότι η ιδιωτική συμμετοχή σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου θα ήταν απίθανη, όσο υπήρχε ο κίνδυνος απίσχνασης των μετόχων από μετατροπή των CoCos σε κοινές μετοχές, με την προηγούμενη Κυβέρνηση να καταφέρνει τα CoCos των 2 δισ. ευρώ, να έχουν μηδενική αξία, προκαλώντας ανεπανόρθωτη ζημιά για το Ελληνικό Δημόσιο.
Στη συνέχεια, ο υπουργός, αναφέρθηκε στο ρόλο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
«Το Ταμείο, ως μέτοχος της Τράπεζας Πειραιώς, δεσμεύεται να ενεργεί με γνώμονα την εξυπηρέτηση του σκοπού του, ο οποίος δεν είναι άλλος από την συνεισφορά στη διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, χάριν δημοσίου συμφέροντος», είπε. «Όπως είναι άλλωστε γνωστό, το Ταμείο, όπως σαφώς ορίζει ο ιδρυτικός του νόμος, δεν ανήκει στον δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, διαθέτει οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια, και λειτουργεί αμιγώς κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας», συμπλήρωσε.
«Ο αμιγώς ιδιωτικός χαρακτήρας του Ταμείου δεν αναιρείται ούτε από την κάλυψη του συνόλου του κεφαλαίου του από το Ελληνικό Δημόσιο, ούτε από την έκδοση των προβλεπομένων αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών», τόνισε.
«Υπό την ιδιότητα αυτή, το Ταμείο έχει ήδη εκφράσει, με την από 23 Νοεμβρίου 2020, ανακοίνωσή του, την ετοιμότητά του να στηρίξει την Τράπεζα στην προσπάθειά της για την ενίσχυση του ισολογισμού της, τη σημαντική απομείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, την αποτελεσματική ενίσχυση των λειτουργιών της, καθώς και τη θεμελίωση μιας βιώσιμης και επαναλαμβανόμενης οργανικής κερδοφορίας», ανέφερε ο κ. Σταϊκούρας.
Η Τράπεζα, τόνισε ο ΥΠΟΙΚ, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της, προγραμματίζει σειρά ενεργειών που θα της επιτρέψουν να απορροφήσει τις ζημιές από τις πωλήσεις «κόκκινων» δανείων και να υλοποιήσει το επιχειρηματικό της πλάνο, ενώ η εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ιδιαίτερα σε χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, που είναι τραπεζο-κεντρική, αποτελεί προϋπόθεση για την αποτελεσματική κατανομή των διαθέσιμων, περιορισμένων οικονομικών πόρων, σημείωσε.
Αποτέλεσμα, συνέχισε ο υπουργός, θα είναι η προσέλκυση και η υλοποίηση νέων επενδύσεων, η αξιοποίηση αδρανών πόρων της οικονομίας και η περαιτέρω βελτίωση του αξιόχρεου της χώρας, ενώ θα επιτευχθεί υψηλή, βιώσιμη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς οικονομική ανάπτυξη.