Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Τη λήψη έγκαιρων μέτρων από τις τράπεζες για την αποφυγή στο μέλλον (από τις τράπεζες) προβλημάτων συγκέντρωσης μη εξυπηρετούμενων δανείων προβλέπουν οι νέοι κανόνες που εγκρίθηκαν οριστικά από το Συμβούλιο Υπουργών σε συνέχεια σχετικής απόφασης και της Ευρωβουλής στα μέσα Μαρτίου. Ο νέος κανονισμός δεν αφορά τα ισχύοντα δάνεια, αλλά εκείνα που θα συναφθούν μετά τη θέση σε ισχύ της νέας νομοθεσίας και καθορίζουν κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες ισχύουν για τις τράπεζες με μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) στους ισολογισμούς τους.
Στόχος της μεταρρύθμισης είναι να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες δεσμεύουν επαρκείς ιδίους πόρους όταν νέα δάνεια καθίστανται μη εξυπηρετούμενα, καθώς και να δημιουργηθούν κατάλληλα κίνητρα για να αποφευχθεί η συσσώρευσή τους.
Πάνω από 90 ημέρες
Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, ένα τραπεζικό δάνειο θα θεωρείται μη εξυπηρετούμενο μετά την παρέλευση 90 ημερών χωρίς ο δανειολήπτης (εταιρεία ή φυσικό πρόσωπο) να έχει πληρώσει τις συμφωνηθείσες δόσεις ή τόκους.
Όταν οι πελάτες δεν τηρούν τις συμφωνηθείσες συμφωνίες αποπληρωμής τους, η τράπεζα πρέπει να διαθέσει περισσότερα κεφάλαια με την υπόθεση ότι το δάνειο δεν θα επιστραφεί. Όπως τονίζεται, η παραπάνω πρόβλεψη αυξάνει την ανθεκτικότητα της τράπεζας σε δυσμενείς διαταραχές διευκολύνοντας τον ιδιωτικό καταμερισμό κινδύνων, μειώνοντας ταυτόχρονα την ανάγκη για δημόσια παρέμβαση.
Επιπλέον, η αντιμετώπιση ενδεχόμενων μελλοντικών ΜΕΔ είναι απαραίτητη για την ενίσχυση της τραπεζικής ένωσης γιατί διατηρεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ενθαρρύνει τη χορήγηση δανείων για τη δημιουργία ανάπτυξης και θέσεων εργασίας εντός της Ένωσης.
Ελάχιστη κάλυψη ζημιών
Με βάση έναν κοινό ορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι προτεινόμενοι νέοι κανόνες εισάγουν έναν «προληπτικό μηχανισμό ασφαλείας», δηλαδή μια κοινή ελάχιστη κάλυψη ζημιών από τις τράπεζες. Θα ισχύουν διαφορετικές απαιτήσεις κάλυψης ανάλογα με την ταξινόμηση των ΜΕΔ ως «μη εξασφαλισμένων» ή «εξασφαλισμένων» και ανάλογα με το αν η εξασφάλιση είναι κινητή ή ακίνητη περιουσία.
Ειδικότερα, η συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ του Συμβουλίου και της Ευρωβουλής προβλέπει ότι για τα δάνεια που δεν έχουν εξασφαλίσεις οι τράπεζες θα πρέπει να καλύπτουν το 35% της έκθεσής τους δύο χρόνια από τη στιγμή που αυτά καταστούν μη εξυπηρετούμενα, ενώ τρία χρόνια μετά θα προχωρούν στην πλήρη κάλυψή τους.
Για τα δάνεια που έχουν κινητές εγγυήσεις, οι τράπεζες θα καλύπτουν το 25% της έκθεσής τους τρία χρόνια από τη στιγμή που καταστούν ληξιπρόθεσμα, το 35% σε τέσσερα χρόνια, το 80% σε έξι χρόνια και το 100% σε επτά χρόνια. Για δάνεια με εξασφαλίσεις σε ακίνητα το χρονοδιάγραμμα προβλέπει την κάλυψη της έκθεσης από την πλευρά των τραπεζών σε ποσοστό 25% μετά από τρία χρόνια, 35% μετά από τέσσερα χρόνια, 55% μετά από πέντε χρόνια, 70% μετά από έξι χρόνια, 80% μετά από επτά χρόνια, 85% μετά από οκτώ χρόνια και το 100% μετά από εννέα χρόνια.
Κάθε τράπεζα θα πρέπει να δημιουργήσει αποθεματικά για την κάλυψη ζημιών από μελλοντικά δάνεια τα οποία θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μη εξυπηρετούμενα. Οι προϋποθέσεις αυτές θα διαφέρουν, ωστόσο, ανάλογα με τα επίπεδα αποδεκτής πιστωτικής προστασίας των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αν π.χ. έχουν κατατεθεί εγγυήσεις ή αν είναι μη εξασφαλισμένα. Το είδος των εγγυήσεων που χρησιμοποιούνται, εάν για παράδειγμα αποτελούν υποθηκευμένα ακίνητα, θα λαμβάνεται επίσης υπόψη.
Αναφορικά με τα επόμενα βήματα, ο νέος κανονισμός θα τεθεί σε ισχύ αμέσως μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε.