Skip to main content

ΣΕΒ: Τέσσερα «κλειδιά» για την κάλυψη του επενδυτικού κενού των 100 δισ. ευρώ

Τέσσερις βασικές προτεραιότητες -οριζόντια φορολογικά μέτρα, μεγαλύτερα κίνητρα για επενδύσεις, αναμόρφωση των διαδικασιών ένταξης στο ΕΣΠΑ και απλοποίηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης- προτάσσει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων(ΣΕΒ) για την ταχεία κάλυψη του επενδυτικού κενού των 100 δισ. ευρώ έως το 2025 αντί του 2039 που προβλέπει ο οικονομικός σχεδιασμός.

«Τώρα που η οικονομία δείχνει σημάδια σταθεροποίησης, είναι σαφές ότι ο νέος εθνικός στόχος πρέπει να είναι η κινητοποίηση πολλών παραγωγικών επενδύσεων, που με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν καλύτερα αμειβόμενες και σταθερές θέσεις εργασίας, θα συμβάλουν στην αναγκαία αύξηση του μεριδίου της βιομηχανίας στο 12% του ΑΕΠ (από 9,6% περίπου σήμερα) και θα μειώσουν το χάσμα που χωρίζει τη χώρα από την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση», επισημαίνεται σε ειδική έκθεση του Συνδέσμου.

Ο ΣΕΒ έχει τονίσει επανειλημμένα την ανάγκη ταχείας κάλυψης του επενδυτικού κενού των €100 δισ., που αφήνει η πολυετής ύφεση. Ένα κενό που ισοδυναμεί περίπου με 4 ΕΣΠΑ, 12 επενδύσεις όπως του Ελληνικού, 170 επενδύσεις όπως του ΟΛΠ ή 115 επενδύσεις όπως του ΟΛΘ.

Ωστόσο, ένα χρόνο μετά το επενδυτικό συνέδριο του ΣΕΒ εμφανίζεται σήμερα ένα τριπλό επενδυτικό ανάχωμα στην ταχύτερη ανάκαμψη του ΑΕΠ και την αποκλιμάκωση της ανεργίας: (α) Εκ νέου οπισθοδρόμηση της επενδυτικής ανταγωνιστικότητας βάσει διεθνών δεικτών (β) Κάμψη των επενδύσεων κατά 1,8% του ΑΕΠ (- €2,96 δισ.), στο 11,1% το 2018 από 12,9% το 2017, παρά τη βελτίωση των ξένων επενδύσεων και (γ) 45% λιγότερες επενδύσεις σε σχέση με την Ε.Ε. (στο 20,5% του μέσου ευρωπαϊκού ΑΕΠ, έναντι 11,1% στην Ελλάδα). 

Ακόμη κι αν η τάση αυτή αναστραφεί, με τις εκτιμήσεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2020-23 για ετήσια επενδυτική μεταβολή στο +5%, υπολογίζεται ότι το επενδυτικό κενό στη χώρα θα κλείσει σε 20 έτη. Το ερώτημα εάν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε τόσο έχει αυτονόητα αρνητική απάντηση. Η χώρα πρέπει να καλύψει το επενδυτικό κενό πολύ ταχύτερα για να μπορέσει να αντιμετωπίσει και άλλες σημαντικές προκλήσεις όπως το δημογραφικό, το brain drain, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, η αναδιάρθρωση υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, τα NPLs, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Για τον ΣΕΒ η αποκατάσταση του επενδυτικού κενού δεν πρέπει να ξεπερνά τα 5-6 έτη, με επέκταση των επενδύσεων κατά 15% κάθε χρόνο. Αυτός ο στόχος όμως προϋποθέτει μια ριζικά διαφορετικά λογική επενδυτικών μεταρρυθμίσεων.

Στην έκθεση, ο ΣΕΒ κρίνει ως άμεση προτεραιότητα την υιοθέτηση των τεσσάρων ακόλουθων μεταρρυθμίσεων: 

1. Οριζόντια φορολογικά μέτρα, όπως η μείωση του φορολογικού συντελεστή, οι υπερ- και επιταχυνόμενες αποσβέσεις (σε εξοπλισμό τεχνολογικής και μηχανολογικής αναβάθμισης)
2.  Άρση επενδυτικών αντικινήτρων με ευθυγράμμιση των φορολογικών πρακτικών στην ΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρονται (α) η μεταφορά ζημιών στη 10ετία έναντι 5ετίας στην Ελλάδα,  (β) συντελεστές αποσβέσεων βάσει της πραγματικής ζωής του παγίου αλλά και μεταβαλλόμενους για την επενδυτική διευκόλυνση, και (γ) εφαρμογή κανόνων ομιλικής φορολόγησης
3. Αναμόρφωση των διαδικασιών ένταξης / ελέγχου επενδύσεων στο Ν.4399/16 και διάθεσης ΕΣΠΑ. Επενδύσεις, που έχουν υποβάλλει φάκελο στο Ν.4399/16, δεν μπορούν να κάνουν χρήση των κινήτρων παρότι επιτρέπεται η έναρξη τους από το 2017. Επίσης, το ΕΣΠΑ εξακολουθεί να έχει αδιάθετα €415εκ. (12/2018). Αν και η διάθεση πόρων έχει επιταχυνθεί σημαντικά (€1,4δισ. αδιάθετα τον 6/2018), η γραφειοκρατία υποβολής / έγκρισης στερεί σημαντικές ανάσες ρευστότητας ειδικά από τις ΜμΕ. Με εκταμιευμένη προκαταβολή €1,8δισ. από την ΕΕ, το ΕΣΠΑ θα έπρεπε να είχε μηδενικά αδιάθετα κονδύλια.
4. Απλοποίηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης.

Ο ΣΕΒ υπογραμμίζει την ανάγκη η ελληνική οικονομία να ανακτήσει ταχύτερα την επενδυτική της ανταγωνιστικότητα, καθώς είναι εμφανής η μεταρρυθμιστική κόπωση.«Όμως, χωρίς ακόμα μεγαλύτερη μεγέθυνση της παραγωγικής βάσης, χωρίς στήριξη της καινοτομίας, χωρίς άρση των εμποδίων στο επενδυτικό περιβάλλον, χωρίς άρση της υπερ-φορολόγησης και του μη μισθολογικού κόστους, χωρίς ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας δεν θα μπορέσουμε να έχουμε κάποια ουσιώδη μεταβολή στον παραγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας και ταχεία μείωση της ανεργίας», αναφέρει.