Skip to main content

Τα «διδάγματα» από τη νεότερη οικονομική ιστορία της Ελλάδας

Από την έντυπη έκδοση

Της Έφης Τριήρη
[email protected]

«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ» είναι η ξεκάθαρη φράση που έμεινε στην Ιστορία και έγινε το σύνθημα για την εξέγερση των Ελλήνων ενάντια στους Οθωμανούς στις 25 Μαρτίου του 1821, όταν στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας στην Πελοπόννησο ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός σήκωσε ψηλά έναν μπλε σταυρό σε λευκό φόντο, το λάβαρο της Επανάστασης.

Ήταν η στιγμή που η Ελλάδα εξαθλιωμένη, έπειτα από τέσσερις περίπου αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας, πήρε την απόφαση να αποτινάξει από πάνω της τον ζυγό και να σταθεί στα πόδια της. Έκτοτε αρχίζει η νεότερη ιστορία του ελληνικού κράτους, που ανασυντάχθηκε από τις στάχτες μέσα από ένα κορυφαίο εθνικό φρόνημα και μία απαράμιλλη επιθυμία για ελευθερία, αλλά που κλυδωνίστηκε συθέμελα από εμφύλιες έριδες, πολιτικές μισαλλοδοξίες, κατασπατάληση δημόσιου χρήματος, ξένες παρεμβάσεις και παγκόσμιους πολέμους. Πτώχευσε τέσσερις φορές και βρέθηκε στο χείλος οικονομικής κατάρρευσης, αλλά συνέχισε να δανείζεται χωρίς φειδώ από το εξωτερικό με βασικό χαρακτηριστικό τον διεθνή πολιτικο-οικονομικό έλεγχο.

Δεν έλειψαν ωστόσο και κάποια δυνατά διαλείμματα ευμάρειας και ανόρθωσης που μεταμόρφωσαν την ελληνική οικονομία και την ανέδειξαν στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Αυτό ωστόσο που διαπιστώνεται μέσα από τους τελευταίους δύο αιώνες είναι ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, δίνοντάς μας το καλύτερο μάθημα για το τι πρέπει να κάνουμε εμείς σήμερα. 

 Τα πρώτα χρόνια

Την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζούσε σε συνθήκες φτώχειας, με τους περισσότερους αγρότες να εκμισθώνουν τη γη από τους Τούρκους γαιοκτήμονες, με την υποχρέωση να πληρώνουν υπέρογκους φόρους. Εκτός από τη γεωργία, ασχολούνταν και με τη βιοτεχνία, ενώ κάποιοι έμποροι και Ορθόδοξοι κληρικοί απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια. Το εμπόριο των Ελλήνων διευκολυνόταν από τη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, βάσει της οποίας οι Έλληνες πλοιοκτήτες ασκούσαν το επάγγελμά τους, χρησιμοποιώντας ρωσική σημαία στα καράβια τους.

Στα χρόνια της προσωρινής επαναστατικής διοίκησης, αμέσως μετά την Επανάσταση, γίνεται σαφές ότι η ανάγκη εξωτερικού δανεισμού ήταν μονόδρομος, παρά τα λάφυρα, τα λύτρα, τον εσωτερικό δανεισμό και τις εισφορές ντόπιων και φιλελλήνων. Στις 2 Ιουνίου 1823, η εκτελεστική κυβέρνηση εξουσιοδότησε τους Ιωάννη Ορλάνδο, Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λουριώτη να μεταβούν στο Λονδίνο και να συνάψουν δάνειο. Η επιτροπή δεν είχε χρήματα ούτε να ταξιδέψει, τα οποία κάλυψε με δάνειο ο Λόρδος Βύρων. Έπειτα από έντονες διαπραγματεύσεις, εγκρίθηκε δάνειο 800.000 λιρών τον Φεβρουάριο 1824 με τόκο 5%, προμήθεια 3%, ασφάλιστρα 1,5% και περίοδο αποπληρωμής 36 χρόνια με εγγύηση τα δημόσια κτήματα και όλα τα δημόσια έσοδα.

Η κυβέρνηση Κουντουριώτη σπατάλησε το μεγαλύτερο μέρος του δανείου στην εμφύλια διαμάχη, διαψεύδοντας οικτρά τις όποιες ελπίδες για υποτυπώδη έστω ανάπτυξη. Σύντομα έγινε ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να αποπληρώσει το δάνειο και έτσι τον Ιούλιο του 1824 το Βουλευτικό αποφασίζει τη σύναψη και νέου δανείου από το Λονδίνο, λίγες εβδομάδες μετά την καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών και ενώ η Επανάσταση βρισκόταν σε κρίσιμο στάδιο.

Τα δύο δάνεια, τα οποία χαιρετίστηκαν ως «σωτήρια» από το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, όχι μόνο δεν βοήθησαν τον Ελληνικό Αγώνα, αλλά έφεραν ακόμη πιο πολλές διαμάχες, θέτοντας ταυτόχρονα τη χώρα σε τροχιά εξάρτησης από τις Μεγάλες Δυνάμεις, εξάρτηση η οποία με διαφορετικούς τρόπους συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Το 1826 η κυβέρνηση του επαναστατημένου ελληνικού έθνους θα κηρύξει την πρώτη πτώχευση. Όταν αναλαμβάνει η κυβέρνηση του Ανδρέα Ζαΐμη τον Απρίλιο του ίδιου έτους, στο ταμείο δεν υπήρχε ούτε μία λίρα.

Το 1827 ιδρύεται το ελληνικό κράτος με κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος αναλαμβάνει καθήκοντα τον Ιανουάριο του 1828, προωθώντας σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την αναδιοργάνωση της κρατικής μηχανής, εστιάζοντας στην ίδρυση νομικών, διοικητικών και οικονομικών θεσμών. Ίδρυσε Νομισματοκοπείο στην Αίγινα και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το τουρκικό γρόσι.

Σημαντική η συμβολή του και στο εμπόριο, με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες για την αγορά πλοίων και κατασκευάζοντας ναυπηγεία σε Πόρο και Ναύπλιο. Ίδρυσε το εμποροδικείο της Ερμούπολης, ενώ διέταξε τη συγγραφή κωδίκων δικονομίας και δημοσιονομίας.

Επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γεωργία, ιδρύοντας τη Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας, και έκανε την πρώτη απόπειρα για την καλλιέργεια πατάτας. Προσπαθώντας να ενισχύσει την ελληνική οικονομία ίδρυσε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα το 1828, η οποία όμως διαλύθηκε το 1834 από την Αντιβασιλεία.

Η βασιλεία του Όθωνα

Η οικονομία της Ελλάδας εκείνη την περίοδο ήταν αγροτική, με αξιόλογη ανάπτυξη του εμπορίου, λόγω του διεσπαρμένου ελληνισμού. Η ανάπτυξη όμως της οικονομίας ανακόπηκε και πάλι εξαιτίας των τεταμένων σχέσεων με τις δυνάμεις της Ευρώπης και τις γειτονικές χώρες, της αναξιοπιστίας της χώρας διεθνώς, της πολιτικής αστάθειας και της ανασφάλειας στην ύπαιθρο.

Η πρώτη νομισματική μεταρρύθμιση γίνεται λίγο μετά την ανακήρυξη του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας και την άφιξή του στο Ναύπλιο στις 25 Ιανουαρίου 1833. Με βασιλικό διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου 1833 αντικαθίσταται ο φοίνικας με τη δραχμή, η οποία υποδιαιρείται σε 100 λεπτά. Δημιουργήθηκαν τρία μονοπώλια, ένα από τα οποία ήταν το αλάτι, ως κύρια πηγή εσόδων.

Η Ελλάδα παίρνει νέο δάνειο, 60.000.000 γαλλικών φράγκων, το οποίο εγγυήθηκαν οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Η τρίτη δόση των 20.000.000 γαλλικών φράγκων ουδέποτε καταβλήθηκε στην Ελλάδα, καθώς κατακρατήθηκε από τη δανειοδότρια τράπεζα για την εξυπηρέτηση του δανείου. Από τις υπόλοιπες δύο δόσεις, ένα ποσοστό κατακρατήθηκε στο εξωτερικό, ενώ το υπόλοιπο -κατά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη- σπαταλήθηκε από την αντιβασιλεία και σε έξοδα του βαυαρικού στρατού.

Η Ρωσία απαίτησε, για πολιτικούς λόγους, άμεση καταβολή τοκοχρεολυσίων των πρώτων 2 δόσεων του δανείου και την επιστροφή των προκαταβολών της 3ης δόσης, με τη σύμφωνη γνώμη Αγγλίας και Γαλλίας. Ο Όθωνας αναγκάστηκε να καταφύγει σε αντιλαϊκά μέτρα, σταμάτησε την εκτέλεση έργων και ανέστειλε την καταβολή μισθών.

Το 1843 το ελληνικό κράτος κηρύσσει τη δεύτερη πτώχευση.

Το έργο του Τρικούπη

Ο Χαρίλαος Τρικούπης κυβέρνησε κατά διαστήματα. Μείωσε τον αριθμό των βουλευτών σε 150, συνενώνοντας παλιές επαρχίες και περικόπτοντας το κόστος της διοίκησης.

Για τη χρηματοδότηση των έργων πήρε δύο μεγάλα δάνεια και επέβαλε φορολογία στον καπνό και στο κρασί. Ακολούθησε και τρίτο δάνειο για τη χρηματοδότηση τριών θωρηκτών. Στα έργα του συμπεριλαμβάνεται η ίδρυση τεχνικών σχολών, η κατασκευή σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου, η αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου με σκοπό την εκβιομηχάνιση της χώρας.

Παρά ταύτα όμως, η κατάσταση της οικονομίας επιδεινώθηκε, με αποτέλεσμα ο Τρικούπης να κηρύξει την τρίτη πτώχευση του ελληνικού κράτους το 1893, με τη γνωστή φράση «δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Η τρίτη πτώχευση της Ελλάδας σήμανε κλονισμό της δραχμής και ολοκληρωτικό μαρασμό της ελληνικής οικονομίας. Η κρίση αντιμετωπίστηκε με την υποτίμηση της δραχμής στη μισή αξία.

Διεθνής οικονομικός έλεγχος

Μετά τον θάνατο του Χαριλάου Τρικούπη ακολούθησε ο καταστροφικός ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, τον οποίον κήρυξε ο Δηλιγιάννης. Η κατάσταση για την Ελλάδα γινόταν όλο και πιο συγκεχυμένη, εξαιτίας των αντικρουόμενων συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων και των πιέσεων που ασκούσαν οι ομολογιούχοι. Η Ελλάδα βγήκε από τον πόλεμο νικημένη και ταπεινωμένη, καθώς της επιβλήθηκε πολεμική αποζημίωση και διεθνής οικονομικός έλεγχος. Μάλιστα, για να εξασφαλίσουν οι δανειστές ότι θα εισπράξουν τα χρήματά τους επέβαλαν στους όρους την κατευθείαν είσπραξη των κερδών από τρία βασικά προϊόντα, το πετρέλαιο, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, τα οποία διακινούσε μόνο το Ελληνικό Μονοπώλιο. Από το 1824 έως το 1897, η Ελλάδα πήρε 10 εξωτερικά δάνεια, συνολικής αξίας 770 εκατ. γαλλικών φράγκων. Κατά μέσο όρο η τιμή έκδοσης κυμάνθηκε στο 72,54%, δηλαδή χρεώθηκε 770.000.000 γαλλικά φράγκα, αλλά παρέλαβε τα 464.100.000. Τα υπόλοιπα ήταν τιμή έκδοσης και διάφορα άλλα έξοδα.

Βαλκανικοί Πόλεμοι

Από το 1902 έως το 1914 συνομολογήθηκαν επιπλέον τέσσερα εξωτερικά δάνεια, συνολικής αξίας 521.000.000 γαλλικών φράγκων. Τα έτη 1912-1913 έγινε ο Α’ και Β’ Βαλκανικός Πόλεμος με τη στήριξη της Αντάντ (συμμαχία Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας) και η Ελλάδα ενσωμάτωσε την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη, επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου.

Η Ελλάδα είχε λάβει από την Αντάντ μεγάλη στρατιωτική, αλλά και οικονομική βοήθεια σε δάνεια, που αύξησαν το χρέος της. Τον Νοέμβριο του 1920 η φιλοσυμμαχική κυβέρνηση του Βενιζέλου έχασε τις εκλογές και την εξουσία ανέλαβαν τα φιλοβασιλικά κόμματα, που έσπευσαν να επαναφέρουν τον ανεπιθύμητο στους συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι σύμμαχοι, σε αντίποινα, έσπευσαν να αποσύρουν την κάλυψη του χαρτονομίσματος και έτσι ένα σημαντικό τμήμα της νομισματικής κυκλοφορίας βρέθηκε χωρίς αντίκρισμα.

Από το 1918 και μετά, ο κρατικός ισολογισμός έκλεινε με παθητικό, ενώ η παρουσία στη Μικρά Ασία εξελίχθηκε σε σκληρό και δαπανηρό πόλεμο. Η εκστρατεία του 1919-1922 στην Τουρκία, που τέλειωσε με τη Μικρασιατική Καταστροφή, είχε αναμφισβήτητα τις οικονομικές επιπτώσεις της. Λίγο πριν από την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου στη Μικρά Ασία τον Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο, κατάσταση που αντιμετωπίστηκε με απρόσμενο τρόπο: η κυβέρνηση προχώρησε σε έναν πρωτότυπο εσωτερικό δάνειο με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Μέσω αυτής της τεχνικής, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές, κάτι που επαναλήφθηκε και το 1926.

Παγκόσμια κρίση

Από το 1924 μέχρι το 1928 ο κοινοβουλευτισμός θα βρεθεί σε οξύτατη κρίση. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα επιστρέψει και θα κερδίσει τις εκλογές του 1928 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ωθώντας σε σταδιακή ανόρθωση την ελληνική οικονομία με ίδρυση βιοτεχνιών και βιομηχανιών, προώθηση του εμπορίου αλλά και μεγάλων δημόσιων έργων, όπως το φράγμα της λίμνης Μαραθώνα. Η δραχμή σταθεροποιήθηκε, παρότι η αξία της είχε πέσει στο ένα δέκατο πέμπτο της προπολεμικής αξίας. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξάνεται με πολλούς πρόσφυγες, ενώ ελήφθησαν μέτρα για την αποκατάστασή τους με τη βοήθεια και της Κοινωνίας των Εθνών.

Από το 1924 μέχρι το 1931 η Ελλάδα παίρνει εννέα εξωτερικά δάνεια, συνολικά 992.000.000 χρυσά φράγκα ή 14.900.000.000 δραχμές, κυρίως από Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό από Βέλγιο, Σουηδία, Γαλλία, Ολλανδία, Ελβετία, Αίγυπτο και Ιταλία. Τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για την αποκατάσταση των προσφύγων, την εξυπηρέτηση του εξωτερικού δανεισμού, τη σταθεροποίηση της δραχμής και την αύξηση της παραγωγής.

Δυστυχώς, όμως, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 χτύπησε και την Ελλάδα, με άμεσες συνέπειες κατάρρευση τραπεζών και αύξηση της ανεργίας, με αποτέλεσμα το 1932 η χώρα μας να κηρύξει την τέταρτη πτώχευση. Στις 4 Αυγούστου 1936 επιβάλλεται η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, μέχρι την κατάκτηση από τη ναζιστική Γερμανία. Εκείνη την περίοδο υπήρχε σοβαρή αναντιστοιχία στους οικονομικούς δείκτες και τους μισθούς των εργαζομένων, προκαλώντας κοινωνικές αναταραχές. Τότε ελήφθησαν σοβαρά μέτρα κοινωνικής ασφάλισης, όπως η ίδρυση του ΙΚΑ το 1937, με σκοπό τη μείωση της κοινωνικής αντίδρασης.

Β’ Παγκόσμιος – Εμφύλιος

Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα κατακτήθηκε από τη Γερμανία με καταστροφή των παραγωγικών δομών της. Οι πόροι της Ελλάδας υπέστησαν υπερεκμετάλλευση, ενώ μερικά δάση εξαφανίστηκαν από την υπερυλοτομία. Σημαντικά εγγειοβελτιωτικά έργα, όπως γέφυρες, καταστράφηκαν είτε από τους Γερμανούς είτε από αντιστασιακές ενέργειες. Πριν από τη γερμανική εισβολή, ο ελληνικός χρυσός της Τράπεζας της Ελλάδος είχε φυγαδευτεί με μουλάρια και καράβια νύχτα για το Κάιρο. Κατά την κατοχή, η υποτίμηση της δραχμής ήταν καθημερινή και αισθητή ακόμα και στις πιο μικρές συναλλαγές. Οι έμποροι προσπαθούσαν να εξαργυρώσουν το χρήμα σε είδος πριν από τη δύση του ήλιου, για να προλάβουν την υποτίμηση. Επιπλέον, οι Γερμανοί εφάρμοσαν στην Ελλάδα ένα σύστημα απόσπασης του κυκλοφορούντος πλούτου από την αγορά, το οποίο στηριζόταν στην εξαπάτηση. Στην Αθήνα ένας καφές κόστιζε 1.000.000 δραχμές. Μετά το τέλος της κατοχής μία λίρα Αγγλίας ισοδυναμούσε με 7.000.000.000 περίπου δραχμές.

Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1944), πρώτο μέλημα της χώρας ήταν η ανασυγκρότησή της από την κατοχική καταστροφή. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν ο Εμφύλιος Πόλεμος και το τρίτο οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες, οι μεγαλύτερες στη Δυτική Ευρώπη, που έφθαναν στο 27,5% των συνολικών εξόδων.

Η Ελλάδα εντάχθηκε στο σχέδιο Μάρσαλ, αλλά εξαιτίας του Εμφυλίου τα κονδύλια δεν μπορούσαν να αποφέρουν οικονομική ανάπτυξη, ενώ ένα μέρος από αυτά χρησιμοποιήθηκε για τις ένοπλες συρράξεις. Ο εμφύλιος πόλεμος σημάδεψε τη μετέπειτα πορεία της Ελλάδας και την οικονομία. Οι αντίπαλες πλευρές υποστήριζαν δύο αντίθετα από οικονομική άποψη παγκόσμια οικονομικά συστήματα, τον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό. Οι εμπόλεμες συρράξεις στην Ελλάδα σταματούν επίσημα με τη Συμφωνία της Βάρκιζας το 1945.

Η μεταπολεμική περίοδος

Τα προβλήματα από το 1944 μέχρι το 1953 θα τα αντιμετωπίσουν συνολικά 18 κυβερνήσεις, που θα προχωρήσουν σε οκτώ υποτιμήσεις της δραχμής. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης ως υπουργός Συντονισμού αποφάσισε την υποτίμηση της δραχμής κατά 100%, με τα οικονομικά μέτρα που προώθησε να οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη.

Η μεγάλη όμως οικονομική ανάπτυξη έρχεται με τον Κωνσταντίνο Γ. Καραμανλή, που κυβέρνησε από το 1955 μέχρι το 1963, που έμεινε γνωστή ως το «θαύμα της οκταετίας». Το 1955-1963 η Ελλάδα ήταν η δεύτερη ταχύτερα αναπτυσσόμενη χώρα στην Ευρώπη με επόμενη τη Δυτική Γερμανία. Έγιναν μεγάλα έργα στη γεωργία, στον τουρισμό και στη βιομηχανία, ενώ βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο. Το 1961 υπογράφτηκε συμφωνία μελλοντικής σύνδεσης με την ΕΟΚ. Σταδιακά, και ίσως χάρη στο Σχέδιο Μάρσαλ, η Ελλάδα κατάφερε να ορθοποδήσει οικονομικά τις επόμενες δύο δεκαετίες και να δώσει ένα ανθρώπινο πρόσωπο διαβίωσης, τουλάχιστον σε σημαντικό τμήμα του λαού. Το ίδιο διάστημα, πάντως, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστευσαν σε Γερμανία, Βέλγιο, Αυστραλία και ΗΠΑ.

Δικτατορία συνταγματαρχών

Η στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών ακολούθησε μια εθνικιστική, αντικομμουνιστική αλλά και δημαγωγική πολιτική με αθρόες κατασκευές τεχνικών έργων σε όλη την Ελλάδα.

Τα αποτελέσματα ήταν η έντονη αστυφιλία και το σταδιακό ερήμωμα της υπαίθρου, η μεγάλη ζήτηση εργατικών χεριών στις πόλεις με παράλληλη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Την περίοδο αυτή έγινε γνωστή η λέξη «θαλασσοδάνεια», που σημαίνει ότι αρκετοί δανειοδοτήθηκαν πλουσιοπάροχα, με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη, αλλά -αντ’ αυτής- χρησιμοποιούσαν τα δάνεια για προσωπικό όφελος.

Η στρατιωτική δικτατορία, για να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα, πέραν των ανεξέλεγκτων δανείων που χορηγούσε, τα οποία δεν εισέπραττε, προχώρησε και στην απόσβεση των αγροτικών και βιομηχανικών χρεών, καταναλώνοντας αρκετά ποσά από το αποθεματικό της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδας. Η περίοδος της δικτατορίας συμπίπτει με τη στροφή της ελληνικής οικονομίας από τη γεωργική παραγωγή στη βιομηχανική. Επίσης, υπήρξε εισροή ξένων κεφαλαίων και επενδύσεων, ιδίως αμερικανικών, επειδή οι ΗΠΑ ήταν η μόνη χώρα με αξιόλογα επενδύσιμα κεφάλαια που αναγνώριζε ως νόμιμο το καθεστώς της Ελλάδας.

Ωστόσο, το 1970 άρχισαν τα προβλήματα με το τέλος της μετανάστευσης και συνεπώς την εισροή εμβασμάτων. Ακολουθεί το 1973 η πετρελαϊκή κρίση λόγω του αραβοϊσραηλινού πολέμου, που οδήγησε σε υπερδιπλασιασμό της τιμής των καυσίμων, με επακόλουθο τη ραγδαία αύξηση όλων των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών. Στο μεταξύ η αστυφιλία είχε κορυφωθεί, ο πληθυσμός της Αθήνας έφθασε σε 1.500.000 κατοίκους.

Ένταξη στην ΕΟΚ

Το 1979 η Ελλάδα υπογράφει συνθήκη προσχώρησης στην ΕΟΚ. Η ένωση ολοκληρώνεται την 1η Ιανουαρίου του 1981.

Σημαντική απόφαση είναι η εξίσωση των δύο φύλων στο επίπεδο των μισθών και της αναγνώρισης της δουλειάς τους.

Το διάστημα 1981-1985, κυρίως, ο Ανδρέας Παπανδρέου και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προέβησαν σε σειρά εθνικοποιήσεων. Κρατικοποιήθηκαν επιχειρήσεις που ανήκαν σε πολύ ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες: η ΛΑΡΚΟ και η ΠΥΡΚΑΛ, τα τσιμέντα ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ, η Ελληνική Χαλυβουργία, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά της οικογένειας Νιάρχου, η Πειραϊκή-Πατραϊκή (βιομηχανία) και η πολυεθνική ΕΣΣΟ-Πάππας.

21ος αιώνας

Τον Ιούνιο του 2000 η Ελλάδα έγινε δεκτή στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και υιοθέτησε το ευρώ τον Ιανουάριο του 2001.

Μεγάλες προκλήσεις ήταν η μείωση της ανεργίας και η περαιτέρω ανοικοδόμηση της οικονομίας μέσω και της ιδιωτικοποίησης διαφόρων μεγάλων κρατικών εταιρειών, όπως του ΟΤΕ και της Ολυμπιακής επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή, η αναμόρφωση της κοινωνικής ασφάλισης, η διόρθωση του φορολογικού συστήματος και η ελαχιστοποίηση των γραφειοκρατικών αδυναμιών.

Την πενταετία 2003-2008 υπάρχει μια αύξηση δαπανών για μισθούς και συντάξεις κατά 28%. Ταυτόχρονα όμως αυξάνεται το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ σημειώνονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης με το εθνικό εισόδημα να αυξάνεται κατά 12-15 δισ. τον χρόνο.

Όμως, από τον Σεπτέμβριο του 2008 η ανεργία έχει ανοδική πορεία και το ΑΕΠ αρχίζει να μειώνεται – μέσα σε τέσσερις μήνες έγινε ελλειμματικό κατά -0,3% κι έτσι ξεκίνησε να συζητείται πιθανό πρόβλημα αναχρηματοδότησης του χρέους. Οι τράπεζες άρχισαν να εμφανίζουν προβλήματα και στις 18 Νοεμβρίου 2008 το κράτος τις κεφαλαιοποίησε με 28 δισ. ευρώ. Τον Ιανουάριο του 2009, ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s υποβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας από Α σε Α- αυξάνοντας το κόστος δανεισμού της χώρας.

Λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης, αλλά και άλλων παραγόντων, το πραγματικό ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 15,6% για το 2009 σήμαινε ότι μέσα σε έναν χρόνο το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από περίπου 110% σε άνω του 125% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Δύο ημέρες μετά τις εκλογές του 2009, οι υπηρεσίες της ΤτΕ συνέταξαν ένα σημείωμα προς τον τότε διοικητή της Γιώργο Προβόπουλο, στο οποίο διαπίστωναν έναν «πρωτοφανή δημοσιονομικό εκτροχιασμό, ο οποίος δεν δικαιολογείται, παρά μόνο σε πολύ μικρό βαθμό, από την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας», ανέφεραν ως «απολύτως βέβαιο ότι η παρούσα δημοσιονομική θέση της χώρας δεν ήταν βιώσιμη», προέβλεπαν ότι το δημόσιο έλλειμμα για το 2009 θα κυμαινόταν μεταξύ 12%-14% και χαρακτήριζαν «εξαιρετικά αισιόδοξες» τις εκτιμήσεις ότι το έλλειμμα του 2009 θα είχε ύψος 5,9%.

Ελληνική κρίση

Η Ελλάδα βρέθηκε από τα τέλη του 2009 σε κατάσταση αδυναμίας χρηματοδότησης του τρέχοντος ελλείμματος, αδυναμίας αναχρηματοδότησης του χρέους και πληρωμής των ελληνικών κρατικών ομολόγων που έληγαν τον επόμενο χρόνο, ομόλογα που κατείχαν κατά ένα μέρος εγχώριες τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ. και κατά ένα μέρος φορείς και τράπεζες του εξωτερικού.

Στις 6 Μαΐου 2010 η Ελλάδα υπέγραψε το πρώτο μνημόνιο που προέβλεπε τη χορήγηση δανείου ύψους 80 δισ. ευρώ από τις υπόλοιπες 15 τότε χώρες του ευρώ και 30 δισ. ευρώ από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), συνολικού ύψους 110 δισ. ευρώ. Είχαν βεβαίως προηγηθεί μέτρα λιτότητας τους προηγούμενους μήνες από την τότε κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Με το πρώτο μνημόνιο καταργήθηκαν ο 13ος και ο 14ος μισθός και υπήρξαν περικοπές μισθών στο Δημόσιο.

Το δεύτερο και κατά κοινή ομολογία σκληρότερο μνημόνιο, ύψους 109 δισ. ευρώ, υπέγραψε στις 12 Φεβρουαρίου του 2012 η κυβέρνηση συνεργασίας με πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμο, που είχε προκύψει από τις εντονότατες πολιτικές εξελίξεις του 2011. Στις 9 Μαρτίου του 2012 ακολούθησε το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων, το γνωστό PSI, που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη συμφωνία αναδιάρθρωσης χρέους στον κόσμο, επηρεάζοντας ομόλογα ύψους 206 δισ. ευρώ. Οι πιστωτές αντήλλαξαν τα ελληνικά τους ομόλογα με νέα διάρκειας μεταξύ 11 και 30 ετών και χαμηλότερης μέσης απόδοσης 3,65%, διευκολύνοντας έτσι τη μείωση χρέους ύψους 100 δισ. ευρώ για την Ελλάδα.

Το τρίτο μνημόνιο υπογράφηκε στις 13 Ιουλίου του 2015 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, αφού είχαν προηγηθεί επιβολή capital controls, το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου που απέρριψε την πρόταση των δανειστών για τη νέα σύμβαση, αλλά και η περίφημη 17ωρη διαπραγμάτευση του Αλέξη Τσίπρα στις Βρυξέλλες που κατέληξε τελικά σε συμφωνία.

Η χώρα μας κατάφερε και εξήλθε από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018.

Ακολούθησε μία πορεία σταδιακής επανόρθωσης της οικονομίας με άνοιγμα στις αγορές που συνεχίζεται έως σήμερα ακόμη και εν μέσω της πανδημίας. Η κρίση του κορονοϊού ανέκοψε την ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας στις αρχές του 2020, έχοντας μέχρι στιγμής στηριχθεί με μέτρα ύψους 27 δισ. ευρώ.

Μία πορεία δύο αιώνων, που δείχνει κατάφωρα και απόλυτα ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται με διαφορετικούς παίκτες και με διαφορετικές συνθήκες. Πόσο έχουμε μάθει από την Ιστορία; Η απάντηση είναι ότι μάλλον έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας…