Skip to main content

Αναζητείται πλαφόν έως 22% στο «ψαλίδι» για 850.000 συντάξεις

Από την έντυπη έκδοση

Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]

Το ντόμινο μειώσεων στις συντάξεις, που ξεκίνησε το 2010 με την εφαρμογή των ρυθμίσεων του πρώτου μνημονίου, θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας, καθώς το ύψος της νέας μείωσης κατά 1% του ΑΕΠ ή κατά 1,8 δισ. ευρώ της συνταξιοδοτικής δαπάνης, που θα εφαρμοστεί εφάπαξ το 2019, εκτιμάται ότι θα επιφέρει μεσοσταθμικές μειώσεις ύψους έως και 22% στις καταβαλλόμενες συντάξεις.

Οι νέες περικοπές, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις στελεχών της κοινωνικής ασφάλισης, θα αφορούν περίπου το 30% των σημερινών συντάξεων και αναμένεται να θίξουν περίπου 850.000 συνταξιούχους όλων των ταμείων, εκτός του ΟΓΑ. Επίσης, από το κάδρο των νέων μειώσεων φαίνεται ότι θα εξαιρεθούν οι περίπου 232.000 αναπηρικές συντάξεις.

Για να εξοικονομηθεί το ύψος της δαπάνης που συμφωνήθηκε μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των εκπροσώπων των θεσμών, αυτή τη φορά στο στόχαστρο θα μπουν οι «προσωπικές διαφορές» των συντάξεων, δηλαδή η διαφορά μεταξύ του ποσού που προκύπτει από τον παλιό τρόπο υπολογισμού των συντάξεων που ίσχυε μέχρι την 12η Μαΐου του 2016 και του καινούργιου τρόπου υπολογισμού που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου (4387/2016).

Επισημαίνεται ότι η μείωση που συμφωνήθηκε στο πρόσφατο Eurogroup στην Μάλτα αφορά το σύνολο της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Αυτό σημαίνει ότι στην «προκρούστεια κλίνη» των περικοπών θα τεθούν, πιθανότατα, εκτός από τις κύριες και οι επικουρικές συντάξεις, προκειμένου να βγει ο λογαριασμός της μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1,8 δισ. ευρώ.

Προσπάθεια για αποφυγή ακραίων περικοπών

Μετά τη συμφωνία της Μάλτας, τα δύο συναρμόδια υπουργεία, Εργασίας και Οικονομικών, σε συνεργασία πάντα με τους εκπροσώπους των θεσμών, θα πρέπει να καταλήξουν στην εξειδίκευση αυτών των μέτρων και στη δημιουργία του νέου μηχανισμού των περικοπών κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων που θα έχουν μέσα στις επόμενες ημέρες. Με δεδομένη τη συμφωνία, τα δύο μείζονα θέματα που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση είναι τα εξής: α) η αποφυγή περικοπών των «προσωπικών διαφορών» των συντάξεων που σε ορισμένες περιπτώσεις, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, αγγίζουν έως και το 39% των καταβαλλόμενων αποδοχών (πρώην ΤΕΒΕ) και β) η δημιουργία ενός νέου κύματος νεόπτωχων συνταξιούχων, οι οποίοι, αν και λαμβάνουν χαμηλές συντάξεις, προκύπτει ότι χάνουν μικρά αλλά σημαντικά για την επιβίωση τους από τον επανυπολογισμό των συντάξεων.

Έτσι, το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης εξετάζει ως βασικό σενάριο τη δημιουργία ενός ανώτατου πλαφόν στις σχεδιαζόμενες περικοπές, ώστε να αποφευχθούν μειώσεις ύψους 39% ή 40% σε ορισμένες περιπτώσεις συνταξιούχων. Σε αυτό το πλαίσιο εξετάζεται η μείωση να αφορά το άθροισμα της προσωπικής διαφοράς τόσο των κύριων όσο και των επικουρικών συντάξεων. Υπενθυμίζεται ότι έχει ήδη ξεκινήσει και ολοκληρωθεί ο επανυπολογισμός περίπου του 15% των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, ενώ στις επικουρικές συντάξεις οι διαφορές έχουν εγγραφεί στα ενημερωτικά σημειώματα που εστάλησαν στους συνταξιούχους από πέρυσι το φθινόπωρο.

Οι αποκλίσεις στο ύψος της «προσωπικής διαφοράς»

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι διαφορές που προκύπτουν από τον επανυπολογισμό των συντάξεων είναι σχεδόν οριακές για όσους συνταξιούχους είχαν 15-20 έτη ασφάλισης και ταυτόχρονα χαμηλές συντάξιμες αποδοχές. Υπενθυμίζεται πως ο υπολογισμός συμπεριλαμβάνει και τα δύο τμήματα της σύνταξης, δηλαδή την εθνική και την ανταποδοτική με βάση τα έτη ασφάλισης. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται περίπου το 70% των συνταξιούχων του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και οι ασφαλισμένοι των ΤΣΑ (αυτοκινητιστές) και του ταμείου εμπόρων. Σε αυτές τις περιπτώσεις των ασφαλισμένων η προσωπική διαφορά από τον επανυπολογισμό των συντάξεων ανέρχεται έως και στο 8% για όσους λαμβάνουν την ήδη μειωμένη κατώτατη σύνταξη του ΙΚΑ των 443,77 ευρώ αντί των 486,84 ευρώ με 15ετία ασφάλισης.

Όμως, για όσους είχαν είτε στο ΙΚΑ είτε στο Δημόσιο 35-40 έτη ασφάλισης και κατά συνέπεια υψηλότερες συντάξιμες αποδοχές, ως βάση υπολογισμού της σύνταξης τους, το ύψος της «προσωπικής διαφοράς» που προκύπτει από τον επανυπολογισμό κυμαίνεται από 16% έως και 22%, ανάλογα με την περίπτωση. Έτσι, εκτιμάται ότι κινδυνεύουν με σημαντικές απώλειες συνταξιούχοι δημόσιοι υπάλληλοι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που έφυγαν με 35 έτη ασφάλισης, γιατροί και πανεπιστημιακοί του ΕΣΥ, αλλά και συνταξιούχοι των σωμάτων ασφαλείας. Μικρότερες μειώσεις θα έχουν όσοι αποχώρησαν με 25-30 έτη ασφάλισης, ενώ ενδέχεται να μη δουν μειώσεις όσοι συνταξιοδοτήθηκαν με λιγότερα από 20 έτη ασφάλισης.

Επίσης, στη ζώνη υψηλού κινδύνου για περικοπές βρίσκονται κυρίως οι συνταξιούχοι που προέρχονται από το πρώην ΤΕΒΕ, καθώς και οι ασφαλισμένοι των ταμείων των επιστημόνων και των λεγόμενων «ευγενών ταμείων» των πρώην ΔΕΚΟ και των τραπεζών. Ειδικά στις περιπτώσεις των συνταξιούχων του πρώην ΤΕΒΕ, υπολογίζεται ότι λόγω του μπόνους των 220 ευρώ που ελάμβαναν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι προσωπικές διαφορές, άρα και οι ενδεχόμενες μειώσεις, προσεγγίζουν το 39% έως 40%.