Μόλις μία τράπεζα της Ευρωζώνης πέρασε κάτω από τον πήχη, που είχε θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και θα αντιμετωπίσει περιορισμούς στο ύψος μερισμάτων και μπόνους των στελεχών της. Η συνολική εικόνα είναι θετική πάντως, με τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των περισσότερων από τις 119 τράπεζες, που εποπτεύει η ΕΚΤ, να είναι υψηλότερος του απαιτούμενου ορίου. Τέσσερις έπιασαν μετα βίας το όριο, ενώ μία απέτυχε.
Παρουσιάζοντας τα ετήσια αποτελέσματα της εποπτείας της, η ΕΚΤ δεν κατονόμασε καμία τράπεζα. Ωστόσο υπάρχουν υποψίες ότι εκείνη που έμεινε «μετεξεταστέα» είναι η ιταλική Carige, την οποία είχε καλέσει πέρυσι να αντλήσει φρέσκα κεφάλαια από τις αγορές.
Η Διαδικασία Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) του 2018 έδειξε ειδικότερα ότι οι συνολικές ανάγκες για κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) αυξήθηκαν σε 10,6% το 2018 από 10,1% το 2017, γεγονός που αποδίδεται στην τελευταία φάση της σταδιακής υλοποίησης του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου.
Σημειώνεται ότι οι συνολικές κεφαλαιακές ανάγκες βάσει της SREP δεν περιλαμβάνουν τα συστημικά αποθέματα ασφαλείας και το αντικυκλικό απόθεμα ασφαλείας. Τα περισσότερα σημαντικά ιδρύματα διαθέτουν ήδη επίπεδα κεφαλαίου που υπερβαίνουν τα επίπεδα CET1 και τα αποθέματα ασφαλείας όπως απαιτούνται από την ΕΚΤ και τις εθνικές αρχές αντίστοιχα. Το κεφάλαιο CET1 είναι το υψηλότερης ποιότητας κεφάλαιο μιας τράπεζας, το οποίο αποτελείται κυρίως από κοινές μετοχές, και μετρά την κεφαλαιακή ευρωστία της.
Καμπανάκι για τη διαχείριση κινδύνων
Όσον αφορά στη δομή διακυβέρνησης και τη διαχείριση κινδύνων των τραπεζών επιδεινώθηκαν σε σχέση με τον προηγούμενο κύκλο της SREP, ενώ η αξιολόγηση της διαχείρισης από τις τράπεζες των κινδύνων για τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη. Το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων αρκετών τραπεζών εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να βελτιώνεται.
Η ΕΚΤ πέραν του ότι ζήτησε από τις τράπεζες να διακρατούν συγκεκριμένο επίπεδο κεφαλαίου, η ΕΚΤ επέβαλε επίσης μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας ως μέρος της SREP, τα οποία μεταξύ άλλων μπορεί να αφορούν τη βελτίωση της διαδικασίας αξιολόγησης των αναγκών τους σε ρευστότητα, τα σχέδια χρηματοδότησής τους ή/και την ενδοημερήσια ρευστότητά τους. Επιπλέον επέβαλε μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα σε περισσότερες από 80 τράπεζες, τα οποία καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αδυναμιών από την εσωτερική διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων έως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την ποιότητα δεδομένων.
Υπενθυμίζεται ότι έχουν διενεργηθεί τέσσερις διαδικασίες SREP από το 2014. Η χρήση κοινής μεθοδολογίας και διαδικασιών λήψης αποφάσεων δίνει τη δυνατότητα στην ΕΚΤ να πραγματοποιεί συγκρίσεις μεταξύ ομοειδών ιδρυμάτων και να διενεργεί αναλύσεις τραπεζών σε ευρύτερη κλίμακα.
naftemporiki.gr