Skip to main content

Ανησυχεί την Ε.Ε. το «Made in China 2025»

Από την έντυπη έκδοση

Της Νατάσας Στασινού
[email protected]

Τα σχέδια του Πεκίνου να δημιουργήσει «εθνικούς πρωταθλητές» σε 10 κλάδους, που συνδυάζουν τη μεταποίηση με την υψηλή τεχνολογία -από τη ρομποτική έως τη βιοτεχνολογία και τους ημιαγωγούς- προκαλούν έντονη ανησυχία στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις με παρουσία στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη. Στην τελευταία του έκθεση το Εμπορικό Επιμελητήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κίνα βάζει στο στόχαστρο την πρωτοβουλία «Made in China 2025», όπως ονομάζεται, υποστηρίζοντας ότι πραγματικός στόχος της είναι η εθνικοποίηση ολόκληρων κλάδων και η έγερση εμποδίων στις ξένες επιχειρήσεις.

«Πρόκειται στην ουσία για ένα ευρείας κλίμακας σχέδιο υποκατάστασης των εισαγωγών, με στόχο να εθνικοποιήσει τομείς-κλειδιά ή να πλήξει αισθητά τη θέση των ξένων επιχειρήσεων σε αυτούς» αναφέρει χαρακτηριστικά το Επιμελητήριο στην έκθεση των 70 σελίδων, υπενθυμίζοντας ότι ήδη βρίσκονται σε ισχύ κινεζικές πολιτικές και επιδοτήσεις δισεκατομμυρίων, που συνιστούν διάκριση εις βάρος των ξένων εταιρειών. Η νέα νομοθεσία που προωθεί η κινεζική κυβέρνηση προβλέπει ότι σε 10 κλάδους το ποσοστό των τοπικών υλικών που θα χρησιμοποιούνται θα ανέλθει στο 70% έως το 2025. Υπό τις συνθήκες αυτές μία από τις εντονότερες ανησυχίες των ευρωπαϊκών βιομηχανιών είναι ότι θα αναγκαστούν να παραδώσουν την τεχνολογία και τεχνογνωσία τους σε Κινέζους εταίρους, με αντάλλαγμα τη δυνατότητα να συνεχίσουν να παράγουν και να πωλούν στην Κίνα. Ήδη καταγράφονται σχετικές πιέσεις σε ορισμένες αγορές, όπως αυτή των αυτοκινήτων υψηλής ενεργειακής αποδοτικότητας.

Σύμφωνα με το Επιμελητήριο, μέτρα όπως το να επιδοτούνται οι τοπικοί κατασκευαστές ηλεκτρικών αυτοκινήτων συνιστούν κατάφωρη παράβαση των κανονισμών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Ωστόσο, πολλές ξένες επιχειρήσεις φοβούνται ότι η προσφυγή στον ΠΟΕ δεν είναι λύση, καθώς η διαδικασία επίλυσης διαφορών στους κόλπους του οργανισμού είναι εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία. Στο διάστημα μάλιστα που παρεμβάλλεται από την προσφυγή έως την απόφαση του ΠΟΕ, θα μπορούσαν να υπάρξουν «αντίποινα» από τις κινεζικές αρχές. Η κινεζική πλευρά απορρίπτει την κριτική, υποστηρίζοντας ότι «οι ξένες επιχειρήσεις θα αντιμετωπίζονται ισότιμα όσον αφορά στις αιτήσεις για άδειες και τον καθορισμό προτύπων, ενώ θα απολαμβάνουν τις ίδιες πολιτικές προνομίων με τις κινεζικές, που προβλέπονται στην πρωτοβουλία Made in China 2025». Παράλληλα, Κινέζοι αξιωματούχοι σημειώνουν ότι τέτοιου είδους αντιδράσεις, όπως αυτή του ευρωπαϊκού επιμελητηρίου, βάζουν λάδι στη φωτιά του εμπορικού «πολέμου» των δύο πλευρών και δίνουν πάτημα σε φωνές υπέρ της στροφής στον προστατευτισμό, που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια εντός της Ευρώπης.

Ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου, Γεργκ Βούτκε, αναγνωρίζει ότι ορισμένοι θα χρησιμοποιήσουν την έκθεση για να ενισχύσουν τα επιχειρήματά τους υπέρ του προστατευτισμού. Υπογράμμισε ωστόσο ότι ο στόχος της έκθεσης είναι να προλάβει την επιβολή εμπορικών εμποδίων και όχι να τα προωθήσει. «Δεν τα λέμε αυτά για να ενθαρρύνουμε τον προστατευτισμό και τον λαϊκισμό ανά την Ευρώπη, αλλά με κριτικό βλέμμα απέναντί τους» σχολίασε χαρακτηριστικά.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι με την πρωτοβουλία αυτή η Κίνα θέλει ουσιαστικά να καταστήσει λιγότερο επώδυνη τη δύσκολη μετάβαση στο νέο αναπτυξιακό μοντέλο, να αποφύγει αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «παγίδα μεσαίου εισοδήματος». Πρόκειται για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, όταν η συγκρότηση της μεσαίας τάξης και η άνοδος των μισθών αρχίζει να πλήττει την ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Εισόδημα νοικοκυριών

Σύμφωνα με στοιχεία της McKinsey, περίπου 225 εκατομμύρια νοικοκυριά ανήκουν πλέον στη μεσαία τάξη της Κίνας, με ετήσιο εισόδημα ύψους 75.000-80.000 γιουάν (11.500-43.000 δολαρίων). Αυτό σημαίνει ότι το εισόδημα αρκετών Κινέζων είναι πλέον υψηλότερο από εκείνο εργαζομένων που ανήκουν στη μεσαία και εργατική τάξη αναπτυγμένων οικονομιών της Ευρώπης, ενώ και ο μέσος μισθός στη χώρα έχει πλέον ξεπεράσει τα επίπεδα των περισσότερων οικονομιών της Λατινικής Αμερικής και Ανατολικής Ευρώπης. Χάνοντας το πλεονέκτημα των φθηνών εργατικών χεριών, θα πρέπει να ενισχύσει την παραγωγικότητά της. Η πολιτική των διακρίσεων έναντι των ξένων επιχειρήσεων ίσως να είναι ο εύκολος δρόμος για να το πράξει, αλλά είναι μεσοπρόθεσμα και αυτός που κρύβει τους μεγαλύτερους κινδύνους.