Πτωτικές τάσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης να κυμαίνονται μεταξύ 1,5 – 2% ετησίως έως το 2050 προβλέπει μελέτη της PwC εκτιμώντας ότι η παγκόσμια οικονομική δύναμη θα συνεχίσει να μετατοπίζεται προς τις αναδυόμενες αγορές παρά την εμφανή επιβράδυνση της Κίνας μετά το 2020.
Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη της PwC προβλέπεται ότι η Κίνα θα είναι η μεγαλύτερη οικονομία έως το 2030, όμως μακροπρόθεσμα ο ρυθμός ανάπτυξής της μάλλον θα μειωθεί προσεγγίζοντας τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Παράλληλα, προβλέπει:
- Η Ινδία ενδέχεται να διεκδικήσει από τις ΗΠΑ τη δεύτερη θέση έως το 2050
- Η Ινδονησία, το Μεξικό και η Νιγηρία θα μπορούσαν να εκτοπίσουν το Η.Β. και τη Γαλλία από την πρώτη δεκάδα
- Οι Φιλιππίνες και η Μαλαισία επίσης θα σημειώσουν σημαντική άνοδο
- Η Κολομβία και η Πολωνία θα επιτύχουν μεγαλύτερη ανάπτυξη από τη Βραζιλία και τη Ρωσία.
- Ύπάρχει μία σημαντική εισροή χωρών της Άπω Ανατολής στους G20
- Οι βασικές ευρωπαϊκές οικονομίες υποχωρούν στην λίστα έως το 2050
- Η Τουρκία κρατάει την θέση της στους G20 και μαζί με την Αίγυπτο θα ασκούν μεγαλύτερη επιροή στην ΝΑ Μεσόγειο.
Η μετατόπιση της παγκόσμιας οικονομικής δύναμης από τις εδραιωμένες ανεπτυγμένες οικονομίες της Βόρειας Αμερικής, της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας θα συνεχιστεί για τα επόμενα 35 χρόνια – παρά τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας που αναμένεται μετά το 2020.
Αυτό είναι ένα από τα κύρια συμπεράσματα της τελευταίας μελέτης που εκπονήθηκε από τους οικονομολόγους της PwC με τίτλο Ο Κόσμος το 2050: Θα συνεχιστεί η μετατόπιση της παγκόσμιας οικονομικής δύναμης; Στη μελέτη αυτή παρουσιάζονται μακροπρόθεσμες προβλέψεις της πιθανής αύξησης του ΑΕΠ έως το 2050 για 32 από τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, καλύπτοντας το 84% του συνολικού παγκόσμιου ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, κατά την περίοδο 2014-50 ο μέσος ετήσιος παγκόσμιος ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να φτάσει λίγο πάνω από το 3% – να διπλασιαστεί δηλαδή σε μέγεθος έως το 2037 και να τριπλασιαστεί έως το 2050.
Ωστόσο, είναι πιθανή μια επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης μετά το 2020, καθώς προβλέπεται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας και ορισμένων άλλων σημαντικών αναδυόμενων οικονομιών θα επανέλθει σε πιο βιώσιμα μακροπρόθεσμα επίπεδα σε συνδιασμό με το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού σε ηλικία απασχόλησης επιβραδύνεται σε πολλές μεγάλες οικονομίες.
Μείωση του συνολικού μεριδίου της Ε.Ε. στο παγκόσμιο ΑΕΠ
Η PwC εκτιμά τον αντίκτυπο των προβλέψεων της σε μερίδια του παγκόσμιου ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (υποθέτοντας ότι οι μικρότερες χώρες που δεν καλύπτονται από το μοντέλο αναπτύσσονται ως ομάδα με μέσο ρυθμό ίδιο με εκείνον των 32 μεγάλων οικονομιών που καλύπτονται από τη μελέτη).
- Το μερίδιο της Κίνας στο παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται να σταθεροποιηθεί στο 20% από τα μέσα της δεκαετίας 2020 κι έπειτα, καθώς ο ρυθμός ανάπτυξής της προσεγγίζει τον παγκόσμιο μέσο.
- Το μερίδιο των ΗΠΑ μειώνεται σταδιακά από περίπου 17% που είναι σήμερα σε 14% έως το 2050, ενώ της Ινδίας ενδέχεται να διπλασιαστεί και από 7% που είναι σήμερα να προσεγγίσει τα επίπεδα των ΗΠΑ έως τα μισά του αιώνα σε όρους ΙΑΔ.
- Το συνολικό μερίδιο της Ε.Ε. στο παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί από 17,5% που είναι σήμερα σε περίπου 12% έως το 2050, υποθέτοντας ότι το συνολικό ΑΕΠ της Ε.Ε. αυξάνεται με ρυθμό ίδιο με τον συνολικό ρυθμό ανάπτυξης των 7 μεγαλύτερων οικονομιών της Ε.Ε. που έχουν συμπεριληφθεί στην έρευνα.
Ο επικεφαλής Οικονομολόγος της PwC John Hawksworth αναφέρει ότι η Ευρώπη χρειάζεται να ανασυντάξει τις δυνάμεις της για να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτή την ιστορική μετατόπιση της παγκόσμιας οικονομικής δύναμης, η οποία μας φέρνει πίσω στο είδος της ασιατικής παγκόσμιας οικονομικής κυριαρχίας που ίσχυε πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση.
«Οι ΗΠΑ μπορούν να ανταποκριθούν καλύτερα υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρήσουν την ισχυρή τους θέση στο παγκόσμιο τεχνολογικό τοπίο» σημειώνει ο ίδιος.
Πώς πρέπει να προσεγγίσουν οι επιχειρήσεις τις αναδυόμενες αγορές
Η ανάλυση της PwC περιλαμβάνει ένα πλήθος μηνυμάτων που απευθύνονται στις διοικήσεις των εταιρειών που φιλοδοξούν να αναπτύξουν τις στρατηγικές τους όσον αφορά τις αναδυόμενες αγορές, συμπεριλαμβανομένων των παρακάτω:
- Θα είναι δύσκολο να διατηρηθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης της περιόδου 2000-2012 των αναδυόμενων αγορών, δεδομένων των σημείων συμφόρησης που υπάρχουν σε συνδυασμό με τις θεσμικές ελλείψεις. Πρέπει να συμπεριληφθεί ένας βαθμός επιβράδυνσης στα επιχειρηματικά σχέδια και τις επενδυτικές αξιολογήσεις.
- Οι αναδυόμενες αγορές διαφοροποιούνται σημαντικά ως προς τα θεσμικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά τους, τα οποία πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά. Επίσης, είναι δυνατόν να υφίστανται σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των κλάδων δραστηριότητας μιας οικονομίας όσον αφορά τα θεσμικά πλεονεκτήματα. Η βαθιά γνώση της τοπικής αγοράς που επικαιροποιείται σε πραγματικό χρόνο είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική διοίκηση μιας επιχείρησης που δραστηριοποιείται σε περιβάλλον αναδυόμενης αγοράς. Η συνεργασία με κατάλληλους τοπικούς συνεργάτες που μπορούν να παρέχουν καθοδήγηση όσον αφορά το τοπικό πολιτικό, νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο είναι επίσης πολύ σημαντική. Η αναγνώριση και ενίσχυση των τοπικών στελεχών που αντιλαμβάνονται καλύτερα το τοπικό επιχειρηματικό και κοινωνικό πλαίσιο σε σχέση με κάποιον που δεν εντάσσεται σε αυτό μπορεί να αποτελέσει μια επιπρόσθετη πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
- Για τις μεγάλες εταιρείες που πραγματοποιούν στρατηγικές επενδύσεις σε εκκολαπτόμενες αγορές (frontier markets), όπως είναι η υποσαχάρια Αφρική, στα πλαίσια της δραστηριότητάς τους θα μπορούσαν να εντάσσονται και δραστηριότητες που στοχεύουν στην αναβάθμιση του τοπικού θεσμικού πλαισίου. Οι δραστηριότητες αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν παροχή της κατάλληλης τεχνικής υποστήριξης και συμβουλευτικών υπηρεσιών σε τοπικές κυβερνήσεις σε τομείς όπως η εταιρική διακυβέρνηση, η δημοσιονομική πολιτική και η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Επίσης, θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν επενδύσεις σε κοινωνικές και οικονομικές υποδομές (π.χ. σε σχολεία, οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα, ενεργειακά και υδρευτικά έργα) στις περιπτώσεις στις οποίες οι υποδομές αυτές είναι ζωτικής σημασίας για την μακροχρόνια επιτυχία της εταιρείας σε μια περιοχή.
«Τέλος, ας μην ξεχνάμε τις ώριμες αγορές της Νότιας Αμερικής και της Ευρώπης. Οι αγορές αυτές θα εξακολουθήσουν να αποτελούν σημαντικούς παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας για πολλές ακόμη δεκαετίες ακόμη και αν οι μέσοι ρυθμοί ανάπτυξής τους κυμαίνονται μόνο γύρω στο 2%» σημειώνει η μελέτη.