Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσσας Στασινού
[email protected]
Είναι ο πλανήτης του 21ου αιώνα, της παγκοσμιοποίησης και των ανοιχτών συνόρων πιο άνισος από εκείνον του προηγούμενου αιώνα; Εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς. H ψαλίδα μεταξύ πλουσίων – φτωχών στον παγκόσμιο πληθυσμό έχει αμβλυνθεί ελαφρώς, καθώς τα νοικοκυριά των αναπτυσσόμενων οικονομιών καλύπτουν σιγά σιγά την απόσταση από εκείνα των ανεπτυγμένων.
Σε έναν κόσμο εθνών-κρατών, ωστόσο, δεν είναι οι ανισότητες μεταξύ των χωρών, αλλά οι ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών εκείνες που έχουν μεγαλύτερη σημασία. Αυτές βαίνουν αυξανόμενες τις τελευταίες δεκαετίες, με τον ΟΟΣΑ να υπολογίζει ότι η πλειονότητα των ανθρώπων ζει σε οικονομίες όπου το εισοδηματικό χάσμα είναι σήμερα μεγαλύτερο από ό,τι πριν από μία γενιά. Η τάση αυτή αποτυπώνεται και στην κάλπη.
Ο παγκόσμιος δείκτης ανισότητας της Παγκόσμιας Τράπεζας, Gini, αν και παραμένει εξαιρετικά υψηλός, υποχώρησε κατά 2 μονάδες από το 1988, σε 70 το 2008 και έκτοτε έχει μείνει σταθερός. Όταν όμως μετράμε τις εγχώριες ανισότητες, στη συντριπτική πλειονότητα των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ έχει το ίδιο διάστημα αυξηθεί.
Πρόκειται για πλήρη αντιστροφή της εικόνας σε σχέση με τον 20ό αιώνα, όταν άνοιγε η ψαλίδα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, αλλά περιορίζονταν οι ανισότητες στο εσωτερικό των οικονομιών. Το 1955 o Simon Kuznets, καθηγητής Οικονομικών στο Harvard, είχε περιγράψει τη σχέση ανάμεσα στην ανισότητα και την ευημερία ως ένα ανάποδο U, το οποίο έμεινε γνωστό ως «καμπύλη Kuznets».
Όπως εξηγούσε οι ανισότητες αυξάνονται στο αρχικό στάδιο της βιομηχανοποίησης, καθώς μεταφέρεται δυναμικό από τον αγροτικό τομέα στα εργοστάσια. Όταν, όμως, αυτή ολοκληρωθεί, οι πολίτες απαιτούν αναδιανομή πλούτου και οι ανισότητες περιορίζονται. Τα δεδομένα επιβεβαίωναν τη θεωρία έως και τις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Στη συνέχεια η καμπύλη Kuznets έδωσε τη θέση της σε ένα πλάγιο Ν και τελικά στον «ελέφαντα» του Σερβοαμερικανού οικονομολόγου Μπράνκο Μιλάνοβιτς, πρώην επικεφαλής του τμήματος Ερευνών της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Οι ξεχασμένοι της Δύσης
Στο βιβλίο του «Παγκόσμια Ανισότητα» ο Μιλάνοβιτς εξηγεί πως το εισοδηματικό χάσμα κάνει κύκλους, επηρεαζόμενο από πολέμους, ασθένειες, τεχνολογικές εξελίξεις, πρόσβαση στην εκπαίδευση και φυσικά την ανακατανομή του πλούτου. Στον 21ο αιώνα βλέπουμε τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης στην Κίνα, στην Ινδία και άλλες αναδυόμενες οικονομίες να αυξάνονται, την ώρα που εκείνα της μεσαίας τάξης του ανεπτυγμένου κόσμου μένουν στάσιμα. Η μεταξύ τους ψαλίδα κλείνει και δημιουργείται έτσι μία παγκόσμια μεσαία τάξη. Η μελέτη του Μιλάνοβιτς δείχνει ότι όσοι βρίσκονται περίπου στη μέση της παγκόσμιας εισοδηματικής πυραμίδας και όσοι βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο της πυραμίδας έχουν κέρδη στο εισόδημά τους. Όσοι είναι στο ενδιάμεσο (δηλαδή φτωχότεροι από το 15% των πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη, αλλά πλουσιότεροι όλων των άλλων) χάνουν. Είναι οι «ξεχασμένοι» της Δύσης, αυτοί που πιέζονται ανάμεσα στους πλουτοκράτες των χωρών τους και στην ανερχόμενη μεσαία τάξη της Ασίας. Χαμένοι είναι και όσοι βρίσκονται στον πάτο. Σχηματίζεται έτσι μία καμπύλη που θυμίζει ελέφαντα με ανυψωμένη προβοσκίδα.
Ο «ελέφαντας» αυτός πυροδοτεί κοινωνικές αναταραχές και πολιτικές ανατροπές. Τόσο ο Μιλάνοβιτς όσο και ο Γάλλος συνάδελφός του Τομά Πικετί σε συνεντεύξεις τους έχουν αναφερθεί στη σύνδεση ανάμεσα στις ανισότητες και την ψήφο του Brexit, την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ και εν γένει την εντεινόμενη δυσφορία απέναντι στο «σύστημα».
Οι ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών έχουν μάλιστα διευρυνθεί μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η ευθύνη επιρρίπτεται στις πολιτικές εκείνες, κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων, που έχουν ως αποτέλεσμα τα κέρδη των χρηματιστηριακών αγορών να αυξάνονται πολύ ταχύτερα από ό,τι αναπτύσσονται οι πραγματικές οικονομίες και οι μισθοί. Χάρη σε αυτές ολοένα και περισσότερος πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια των ήδη εξαιρετικά εύπορων νοικοκυριών. Ο Πικετί στηλιτεύει επίσης τις υπέρογκες αμοιβές των μάνατζερ και προειδοποιεί ότι ο κόσμος επιστρέφει στο ακραίο σημείο όπου βρισκόταν πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Στην τελευταία έκθεσή του για τις ανισότητες (05/2015) ο ΟΟΣΑ υπολόγισε ότι στα κράτη-μέλη του το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού έχει κατά μέσο όρο 9,6 φορές υψηλότερο εισόδημα από το φτωχότερο 10%. Η αναλογία ήταν 9:1 το 2000 και μόλις 7:1 τη δεκαετία του 1980. Το πλουσιότερο 1% ελέγχει το 18% του συνολικού πλούτου των νοικοκυριών και το πλουσιότερο 10% το 50%. Αντιθέτως το φτωχότερο 40% έχει στα χέρια του μόλις το 3% του συνολικού πλούτου.
Η εικόνα στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Bruegel, το εισοδηματικό χάσμα στην Ε.Ε. των 28 κρατών-μελών (ως σύνολο) είναι μικρότερο από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Την περίοδο 1994-2008 μάλιστα ο δείκτης Gini για το σύνολο της Ε.Ε. υποχώρησε από το 36 στο 33, καθώς υπήρξε σύγκλιση των μέσων εισοδημάτων, και έκτοτε έχει μείνει σταθερός.
Παρ’ όλα αυτά την ίδια περίοδο ο δείκτης έχει αυξηθεί στο εσωτερικό των 15 από τα 28 μέλη. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat (που στηρίζονται στα εισοδήματα του 2014) αποκαλύπτουν ότι το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού της Ένωσης είχε εισόδημα 5,2 φορές υψηλότερο από το φτωχότερο 20%. Η αναλογία διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα, υπερβαίνοντας το 6:1 στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Εσθονία, τη Βουλγαρία. Κορυφώνεται στο 7,2: 1 στη Ρουμανία, ενώ είναι μόλις 3,5:1 στην Τσεχία. Σημειώνεται επίσης ότι από το 2009 έως το 2014 ο αριθμός των Ευρωπαίων σε κίνδυνο φτώχειας αυξήθηκε κατά περίπου 7,5 εκατομμύρια, στα 123 εκατομμύρια, την ώρα που η ήπειρος φιλοξενεί 342 δισεκατομμυριούχους.
Οι διαφορές των μεγάλων αντιπάλων (ΗΠΑ-Κίνα)
Οι ανισότητες εξελίσσονται σε μείζον ζήτημα για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη. O δείκτης Gini για την Κίνα είναι πάνω από το 42, ενώ στις ΗΠΑ είναι στο 36.
Το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού στις ΗΠΑ έχει σήμερα στα χέρια του περίπου το 20% του εθνικού εισοδήματος, όταν το 1978 διατηρούσε λιγότερο από 12%, σύμφωνα με το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών (NBER). Στην ίδια περίοδο το πλουσιότερο 1% των Κινέζων αύξησε το μερίδιό του στο εθνικό εισόδημα από το 6% στο 12%. Και στις δύο χώρες επομένως έχουμε μεγάλη αύξηση των ανισοτήτων.
Υπάρχει, ωστόσο, μία καθοριστική διαφορά και αυτή αφορά το φτωχότερο 50% του πληθυσμού. Στην Κίνα είδε το εισόδημά του να εκτινάσσεται κατά 400% από το 1978 έως το 2015, την ώρα που την ίδια περίοδο το φτωχότερο 50% των Αμερικανών είδε το εισόδημά του να μειώνεται 1% (Piketty, Saez, Zucman, 2016). Και αυτό εξηγεί πολλά για τη δυσφορία απέναντι στο σύστημα.