Από την έντυπη έκδοση
Των Έφης Τριήρη και Γιάννη Παγκαλιά
Μέσα σε ένα εκρηκτικό μίγμα επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, εμπορικού πολέμου, συνεχών αναταράξεων στα διεθνή χρηματιστήρια, πολιτικής αβεβαιότητας και αύξησης του παγκόσμιου χρέους, η Φέντεραλ Ριζέρβ αναμένεται να αυξήσει, για τέταρτη φορά φέτος, το βασικό επιτόκιό της στην τελευταία συνεδρίαση του έτους στις 18-19 Δεκεμβρίου, εν μέσω πολλών ερωτημάτων για την περαιτέρω πορεία της νομισματικής πολιτικής της.
Η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ μείωσε το βασικό επιτόκιό της στο μηδέν στις 16 Δεκεμβρίου του 2008, σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσει τη χρηματοπιστωτική κρίση, με τον τότε διοικητή της Μπεν Μπερνάνκι να κάνει λόγο για «το τέλος του παλαιού καθεστώτος της Φέντεραλ Ριζέρβ». Στο διάστημα από τον Ιούλιο του 2007 έως το φθινόπωρο του 2008, η Fed είχε μειώσει το βασικό επιτόκιό της από το 5,25% στο 1%.
Η απόφασή της για μηδενικό επιτόκιο συνοδεύτηκε και από αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της, από τη συσσώρευση ενός τεράστιου ισολογισμού έως την υιοθέτηση ενός σταθερού στόχου 2% για τον πληθωρισμό και την καθιέρωση τακτικών συνεντεύξεων Τύπου μετά την ολοκλήρωση των συνεδριάσεών της.
Η τελευταία συνεδρίαση του 2018 θυμίζει την αντίστοιχη του Ιουνίου 2006, όταν η Fed είχε αυξήσει το βασικό επιτόκιό της για 17η διαδοχική φορά, με τη διαφορά ότι είχε δώσει ηχηρό μήνυμα ότι οι αξιωματούχοι της ήταν έτοιμοι να σταματήσουν τον κύκλο αυξήσεων. Κάθε αύξηση των επιτοκίων τα δύο έτη που προηγήθηκαν συνοδευόταν από τη διαπίστωση ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ θα συνέχιζε να αυξάνει τα επιτόκια, όμως σε εκείνη τη συνεδρίαση (του Ιουνίου του 2006) είχε επιστήσει την προσοχή ότι οι όποιες επιπλέον αυξήσεις θα «εξαρτιούνταν από την πορεία» της οικονομίας.
Τώρα, έπειτα από τρεις επιτοκιακές αυξήσεις στη διάρκεια του 2018 και πιθανότατα μία ακόμη στις 19 Δεκεμβρίου, η Fed ενδεχομένως να δώσει ένα αντίστοιχο ηχηρό μήνυμα για τον επιτοκιακό κύκλο αυξήσεων.
Αναλυτές εκτιμούν ότι ενδεχομένως να αποβάλει από τη ρητορική της τη μακρόχρονη δέσμευσή της ότι χρειάζονται «περαιτέρω σταδιακές αυξήσεις» επιτοκίων για να διατηρείται η ανάπτυξη της οικονομίας και ο πληθωρισμός υπό έλεγχο.
Η Fed αυξάνει τα επιτόκιά της εδώ και τρία έτη -τα έχει αυξήσει οκτώ φορές από το 2015-όμως δεν αναμένεται να τα ανεβάσει πάνω από το 3%, τη στιγμή που πρωταρχικός της στόχος ήταν το 5% ή και περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι τα επιτόκια εξακολουθούν να βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Με βάση ορισμένες μετρήσεις, καταναλωτές και επιχειρήσεις φαίνεται να έχουν εθιστεί τα μέγιστα στο φθηνό χρήμα και να έχουν γίνει τόσο ευαίσθητοι στα επιτόκια που η προθυμία τους να αγοράσουν σπίτια ή να επενδύσουν εξανεμίζεται πολύ γρήγορα σε σύγκριση με το παρελθόν καθώς τα επιτόκια αυξάνονται.
Ενδεχομένως κάποιες ακόμη επιτοκιακές αυξήσεις να θεωρούνται αναγκαίες σε μία οικονομία όπου η ανεργία βρίσκεται σε χαμηλό 49 ετών. Το 2019 ίσως να γίνουν δύο ή και λιγότερες αυξήσεις από τις τρεις που αναμένονταν αρχικά.
Ορισμένοι δε διαμορφωτές πολιτικής ανησυχούν ότι η έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων μπορεί να ωθήσει σε άνοδο των μισθών και αυτό να αυξήσει τις τιμές πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι αναμένει η Fed. Αυτό ωστόσο που γίνεται ολοένα και πιο κατανοητό είναι ότι ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ θέλει να συμπορεύεται όσο το δυνατόν περισσότερο με τις εξελίξεις, που είναι καταιγιστικές.
Ο κίνδυνος ύφεσης της αμερικανικής οικονομίας την προσεχή διετία έχει αυξηθεί στο 40%, κάτι το οποίο υποδηλώνεται από την αλλαγή στην καμπύλη των αμερικανικών ομολογιακών αποδόσεων, π.χ. η διαφορά απόδοσης μεταξύ διετούς και 10ετούς έχει περιοριστεί κάτω από 10 μονάδες βάσης – στο χαμηλότερο επίπεδο από τότε που ξέσπασε η τελευταία ύφεση.
Αναστροφή στις καμπύλες των αποδόσεων προηγήθηκε σχεδόν σε όλες τις περιόδους ύφεσης της τελευταίας 50ετίας. Επίσης, παρότι ΗΠΑ και Κίνα έχουν συμφωνήσει σε προσωρινή ανακωχή, υπάρχουν πολλά ζητήματα που μένουν ανοικτά.
Η οικονομία της Κίνας και της Ευρώπης επιβραδύνονται, ενώ το Brexit συνιστά μεγαλύτερη απειλή. Και η Citigroup επισημαίνει ότι το παγκόσμιο χρέος είναι σήμερα τρεις φορές υψηλότερο από τα επίπεδα πριν από 20 έτη.
Μ. Ντράγκι: Μία δυνατή Ένωση ανθεκτική σε επόμενες κρίσεις
Η εξάπλωση της ανελεύθερης ιδεολογίας απειλεί το ευρώ, αλλά είναι ψευδαίσθηση ότι αν το εγκαταλείψουμε θα είναι ευκολότερος ο δρόμος, προειδοποίησε ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Προειδοποιώντας ότι μια ημιτελής νομισματική ένωση θα κινδύνευε στην επόμενη κρίση, ο Μ. Ντράγκι υποστήριξε σαρωτικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο η Ευρωζώνη λειτουργεί και επικοινωνεί τον δημοσιονομικό κίνδυνο.
«Η γοητεία των ανελεύθερων συνταγών και καθεστώτων εξαπλώνεται. Παρατηρούμε μικρά βήματα οπισθοδρόμησης» είπε ο Ντράγκι από την Πίζα της Ιταλίας, αναφερόμενος στα αντισυστημικά και συχνά λαϊκιστικά κόμματα, που έχουν κερδίσει έδαφος σε όλο τον κόσμο τα τελευταία χρόνια αμφισβητώντας τις αρχές του ανοιχτού εμπορίου, της πολυμερούς συνεργασίας, ακόμη και της δημοκρατίας. Ο Ντράγκι, ο οποίος πιστώνεται τη διάσωση του ευρώ στη διάρκεια της χειρότερης κρίσης στην Ευρώπη, έκανε έκκληση για μεγαλύτερο καταμερισμό κινδύνου στον ιδιωτικό τομέα, για ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και της ένωσης των αγορών κεφαλαίων και τάχθηκε υπέρ δικτύων ασφαλείας σε όλη την Ευρωζώνη που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα ασθενέστερα μέλη του μπλοκ σε περίπτωση κρίσης στις χρηματοπιστωτικές αγορές.