Βιβλιοπαρουσίαση
Των Καθηγητή Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη
Πολυτεχνείο Κρήτης, Επίτιμος Διδάκτορας, ΑΠΘ, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών, Distinguished Research Professor, Audencia Business School, France
Μαριάννας Εσκαντάρ
Μέλος του Εργαστηρίου Financial Engineering, Πολυτεχνείο Κρήτης
Η έννοια της ήπιας ισχύος διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον αμερικάνο αναλυτή διεθνών σχέσεων Joseph Nye το 1990. Αυτός ο όρος της μη βίαιης δύναμης, της αποπλάνησης και της έλξης άλλαξε φύση.
Η δύναμη δεν είναι μόνο στρατιωτική και οικονομική, αλλά επίσης ιδεολογική και πολιτιστική. Γνωρίζοντας ο συγγραφέας ότι εξωτερική πολιτική της χώρας του είναι πολύπλευρη και πολυδιάστατη, πρότεινε ένα συνδυασμό εργαλείων επιρροής (στρατιωτική ισχύ, οικονομική ευμάρεια και κοινωνική ισχύ) για να μεγιστοποιήσει τα οφέλη για το κράτος του. Καθηγητής στο Kennedy school of Government του Πανεπιστημίου Harvard (Massachusetts) και βοηθός γραμματέας του κράτους για την εθνική ασφάλεια επί διακυβέρνησης Carter, προσδιόρισε ότι η ήπια ισχύς υποδεικνύει το γεγονός ότι συμφέρει να “συνεργάζεται” παρά να “περιορίζεις κάποιον να αντιδρά έναντι της θέλησης του”. Στο βιβλίο του Soft Power: The means to success in world politics (2004) ορίζει “την ικανότητα ενός κράτους να δομεί μια κατάσταση με τέτοιο τρόπο ώστε τα άλλα κράτη να αναπτύσσουν τις προτιμήσεις τους ή να προσδιορίζουν τα ενδιαφέροντά τους σε αρμονική θέση με τα δικά του”.
Σε ένα άλλο βιβλίο του Bound to lead. The changing nature of American power (1990), ανέφερε ότι η δύναμη στο τέλος του 20ου αιώνα, άλλαξε φύση: η στρατιωτική ή πολιτική ισχύ δεν αρκεί πλέον για να μπορέσει ένα κράτος να επιτύχει οτιδήποτε σε βάρος ενός άλλου κράτους. Στο εξής πρέπει να χρησιμοποιηθεί η δύναμη της έλξης: ιδεολογία, πολιτισμός και το είδος της φαντασίας που επιτρέπει να φθάσεις σους στόχους χωρίς κανένα εξαναγκασμό, μάλιστα χωρίς να το γνωρίζει το άλλο κράτος.
Προέλευση και μέτρηση
Η ήπια ισχύς υπήρχε πολύ πιο πριν από τη διατύπωση του Joseph Nye. Αρχικά, από την Ελληνική αρχαιότητα μέχρι τις Η.Π.Α. του 20ου αιώνα, περνώντας από τη Γαλλική μοναρχία του 18ου αιώνα και τη Μεγάλη Βρετανία του 19ου αιώνα. Βέβαια, ο Joseph Nye διατυπώνει τον όρο της ήπιας ισχύος σε μια συγκεκριμένη εποχή της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και του τέλους του ψυχρού πολέμου. Είναι η εποχή όπου η οικονομία της αγοράς και οι δημοκρατικές αξίες φαίνονται να επιβάλλονται ως μια παγκόσμια καθολική σταθερά.
Η πρώτη μέτρηση της ήπιας ισχύος μέσω ενός σύνθετου δείκτη δημιουργήθηκε και δημοσιεύθηκε από το Κυβερνητικό Ινστιτούτο και την εταιρεία μέσων ενημέρωσης Monocle το 2010. Ο δείκτης ήπιας ισχύος IFG Monocle συνδυάζει μια σειρά από στατιστικές μετρήσεις και υποκειμενικές βαθμολογίες των πάνελ για τη μέτρηση των πόρων ήπιας ισχύος σε 26 χώρες. Οι εκτιμήσεις οργανώθηκαν με βάση ένα πλαίσιο πέντε υποδεικτών, συμπεριλαμβανόμενων του πολιτισμού, της εκπαίδευσης, της επιχειρηματικότητας / καινοτομίας και της κυβέρνησης. Ο δείκτης φαίνεται ότι είναι σε θέση να επηρεάσει τη δύναμη των χωρών και δεν μεταφράζεται άμεσα σε επιρροή. Η εταιρεία Monocle δημοσίευσε από τότε μια ετήσια έρευνα ήπιας ισχύος. Από το 2016/17, ο δείκτης υπολογίζεται χρησιμοποιώντας περίπου 50 παράγοντες, στους οποίους περιλαμβάνεται ο αριθμός των πολιτιστικών αποστολών (κυρίως γλωσσικών σχολών), τα ολυμπιακά μετάλλια, η ποιότητα της αρχιτεκτονικής μιας χώρας και τα εμπορικά σήματα.
Η ήπια ισχύς 30, η οποία περιλαμβάνει πρόλογο του Joseph Nye, είναι η κατάταξη των χωρών που δημιουργήθηκε και δημοσιεύτηκε από την εταιρεία μέσων ενημέρωσης Portland το 2015. Η κατάταξη βασίζεται στην ποιότητα των πολιτικών θεσμών μιας χώρας, τη δύναμη των διπλωματικών της δικτύων, την έκταση της πολιτιστικής της έλξης, την παγκόσμια φήμη του συστήματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την ελκυστικότητα του οικονομικού μοντέλου και τη ψηφιακή ικανότητα μιας χώρας σε σχέση με τον κόσμο.
Η “Elcano Global Presence Report” εκτιμά πρώτα την Ευρωπαϊκή Ένωση για την ήπια ισχύ, όταν αποκλείονται τα κράτη μέλη και η ΕΕ θεωρείται συνολικά.
Τέλος, η ήπια ισχύς αντιπροσωπεύει τον τρίτο τρόπο συμπεριφοράς για την επίτευξη των αποτελεσμάτων κατάταξης. Η ήπια ισχύς αντιπαραβάλλεται με την σκληρή ισχύ (ικανότητα να εξαναγκάζεις στρατιωτικά και πολιτικά ένα κράτος) η οποία υπήρξε ιστορικά το κυρίαρχο ρεαλιστικό μέτρο της εθνικής εξουσίας, μέσω ποσοτικών μετρήσεων όπως, το μέγεθος του πληθυσμού, τα συγκεκριμένα στρατιωτικά περιουσιακά στοιχεία ή το ΑΕΠ ενός έθνους. Αλλά η ύπαρξη τέτοιων πόρων δεν παράγει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα, όπως ανακάλυψαν οι Η.Π.Α. στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η έκταση της έλξης μπορεί να μετρηθεί με δημοσκοπήσεις, με συνεντεύξεις των ελίτ και με μελέτες περιπτώσεων. Παρακάτω παρουσιάζονται οι κατατάξεις των τεσσάρων δεικτών ήπιας ισχύος.
Παραδείγματα
Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον ορισμό της ήπιας ισχύος. Η πρώτη θεωρεί ότι η ήπια ισχύ προστίθεται στα κλασικά εργαλεία της σκληρής ισχύος όπως, στρατιωτικά, πολιτικά, οικονομικά. Η δεύτερη θεωρεί ότι η ήπια ισχύ χρησιμοποιείται από κράτη ή οργανισμούς που εγκατέλειψαν τα κλασικά μέτρα της σκληρής ισχύος και ψάχνουν να επιβληθούν με άλλα μέσα.
Το 2000, ο Joseph Nye παρατηρώντας τα όρια του αρχικού ορισμού, επινόησε το “smart power” ή την “ευφυή ισχύ”. Η έννοια αυτή είναι πιο λειτουργική: υποδεικνύει το γεγονός για ένα κράτος, ότι ξέρει να συνδυάζει με σύνεση τη σκληρή και την ήπια ισχύ.
Στην αρχή του 21ου αιώνα ο οποίος χαρακτηρίζεται από πολυμέρεια και τη διεθνή συνεργασία, οι αναδυόμενες δυνάμεις όπως Ρωσία, Κίνα, Τουρκία χρησιμοποιούν τη σκληρή ισχύ. Η Ρωσία χρησιμοποιεί στρατιωτική δύναμη στην Ουκρανία, η Τουρκία κάνει το ίδιο στη Βόρεια Συρία, η Κίνα στην παραθαλάσσια περιοχή της.
Όμως για να κεφαλαιοποιήσουν την επιτυχία τους χρησιμοποιούν και την ισχύ της έλξης. Για παράδειγμα η Κίνα χρησιμοποιεί τους “Δρόμους του Μεταξιού”, τα Ινστιτούτα Confucius και την αυξανόμενη επιρροή της στους διεθνείς οργανισμούς. Το ίδιο επιχειρούν βέβαια και άλλα κράτη όπως, Η.Π.Α., Ινδία, Γαλλία, Γερμανία, κλπ.