Skip to main content

Οι παγίδες των διατάξεων για το «πλαστικό χρήμα»

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]

Τον κίνδυνο να κληθούν να πληρώσουν απρόσμενα υψηλούς φόρους εισοδήματος εντός του 2018 αντιμετωπίζουν εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτοί, συνταξιούχοι, αγρότες, άνεργοι, ακόμη και άποροι πολίτες, εξαιτίας μιας παγίδας την οποία κρύβουν οι διατάξεις του νόμου 4446/2016 που προβλέπουν την υποχρέωσή τους να καλύπτουν ποσοστά από 10% έως και 18,75% του ετησίου εισοδήματός τους με δαπάνες εξοφληθείσες είτε μέσω «πλαστικού» ή «ηλεκτρονικού» χρήματος είτε με μετρητά.

Η παγίδα έγκειται στο γεγονός ότι το 2018, κατά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων που θα υποβληθούν για το 2017, σε πολλές από τις περιπτώσεις των φορολογουμένων αυτών, το συνολικό ετήσιο φορολογητέο εισόδημα το οποίο θα ληφθεί υπ’ όψιν για τον προσδιορισμό του ποσού της δαπάνης που πρέπει να έχει καλυφθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ή με μετρητά δεν θα είναι το πραγματικό δηλωθέν εισόδημα αλλά ενδεχομένως ένα πολύ υψηλότερο ποσό, το οποίο θα προσδιοριστεί με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης.

Το υπουργείο Οικονομικών, με τις διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 4446/2016 που τέθηκαν σε ισχύ από την 1-1-2017, θέσπισε, κατ’ αρχήν, ισχυρά κίνητρα για τη χρησιμοποίηση των χρεωστικών, των πιστωτικών καρτών και της ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) στις καθημερινές συναλλαγές των πολιτών οι οποίοι αποκτούν εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις ή αγροτικές δραστηριότητες και είναι ηλικίας μέχρι 70 ετών.

Στόχος του υπουργείου ήταν οι πολίτες αυτοί, οι οποίοι αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των φορολογουμένων, να υποχρεωθούν να χρησιμοποιούν περισσότερο τα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής και λιγότερο τα μετρητά στις καθημερινές τους συναλλαγές ώστε οι αντισυμβαλλόμενοί τους έμποροι και ελεύθεροι επαγγελματίες να αναγκάζονται να εμφανίζουν όλες σχεδόν τις εισπράξεις τους στις φορολογικές αρχές.

Όμως πίσω από τις διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 4446/2016 κρύβεται ένας κίνδυνος υπερφορολόγησης για εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες με πενιχρά εισοδήματα, καθώς και για ανέργους και γενικά απόρους πολίτες.
Όπως είναι γνωστό, με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) προβλέπεται ότι από τον φόρο που αναλογεί στο εισόδημα από μισθωτή εργασία εκπίπτει ποσό που φθάνει μέχρι τα επίπεδα των 1.900 έως 2.100 ευρώ ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του φορολογούμενου που έχει αποκτήσει το εισόδημα και ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος αυτού. Επίσης με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Κ.Φ.Ε. προβλέπεται το ίδιο δικαίωμα και για το εισόδημα από αγροτικές δραστηριότητες εφόσον αυτό αποκτάται από κατά κύριο επάγγελμα αγρότη.

Ωστόσο, για να ισχύσει η έκπτωση θα πρέπει να πραγματοποιήσουν δαπάνες συνολικού ύψους από 10% έως και 18,75% του συνολικού ετησίου φορολογητέου εισοδήματος του έτους 2017 με «πλαστικό» χρήμα. Εδώ χρειάζεται προσοχή, καθώς ένας φορολογούμενος που έχει εισοδήματα 5.000 ευρώ και συνολική τεκμαρτή δαπάνη 7.000 ευρώ, θα πρέπει να πραγματοποιήσει ηλεκτρονικές αγορές, με βάση το εισόδημα των 7.000 ευρώ και όχι των 5.000 ευρώ.

 Σε κάθε περίπτωση μη κάλυψης του απαιτούμενου ποσού δαπάνης, ο φορολογούμενος θα επιβαρύνεται με επιπλέον φόρο 22% επί του «ακάλυπτου» ποσού.

Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, με βάση την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των μισθωτών και των συνταξιούχων της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ΚΦΕ υπολογίζεται ο φόρος επί του τεκμαρτού εισοδήματος που προκύπτει στις περιπτώσεις:

* άπορων πολιτών, με μηδενικό πραγματικό εισόδημα

* φορολογουμένων με εισόδημα μόνο από κεφάλαιο (από τόκους, ακίνητα κ.λπ.) ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, εφόσον το τεκμαρτό εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ

* ανέργων πολιτών που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο του ΟΑΕΔ

Σε όλες λοιπόν τις παραπάνω περιπτώσεις φορολογουμένων μισθωτών, συνταξιούχων, κατά κύριο επάγγελμα αγροτών και εισοδηματιών ηλικίας κάτω των 70 ετών με πάρα πολύ χαμηλά εισοδήματα, καθώς και στις περιπτώσεις απόρων και ανέργων ηλικίας κάτω των 70 ετών, κατά τις οποίες το πραγματικό εισόδημα είναι πάρα πολύ χαμηλό και προκύπτει πολύ πιο υψηλό τεκμαρτό εισόδημα, το ποσό των δαπανών που θα πρέπει να έχει εξοφληθεί με «πλαστικό χρήμα» ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής θα υπολογίζεται με βάση το τεκμαρτό εισόδημα, δηλαδή με βάση το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων για τα τεκμήρια διαβίωσης.