Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Οι αναθεωρήσεις που θα γίνουν στις εκθέσεις βιωσιμότητας του χρέους μέσα στο 2020 θα κρίνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δύο βασικές επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης για τη νέα χρονιά: πρώτον, την αξιοποίηση των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και, δεύτερον, τη μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων για τη διετία 2021-2022, προκειμένου να δημιουργηθεί ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος για την περαιτέρω μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών.
Το οικονομικό επιτελείο προγραμματίζει σειρά ενεργειών που θα συμβάλουν στο να βελτιωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η κατάσταση του χρέους. Έτσι, μετά την αποπληρωμή του ακριβού τμήματος του χρέους προς το ΔΝΤ, θα ακολουθήσει η έκδοση νέων ομολόγων, με στόχο τη μείωση της έκθεσης της χώρας στα βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα έντοκα γραμμάτια, ενώ είναι πιθανή και δεύτερη πρόωρη αποπληρωμή μέρους των οφειλών ύψους 5,3 δισ. ευρώ που έχουν απομείνει προς το ΔΝΤ.
Η επιχειρηματολογία
Επίσης, η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης εμπλουτίζεται συνεχώς: Αν επιτευχθεί ο ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης του 2,8% στον οποίο προσβλέπει για το 2020, θα καταγραφεί μείωση των τόκων ως ποσοστό του ΑΕΠ στο χαμηλότερο επίπεδο της μεταμνημονιακής περιόδου: μόλις 3,1%, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι όποιες διορθωτικές ενέργειες γίνουν μέσα στο 2020.
Επίσης, υπάρχει πάντοτε στο τραπέζι το επιχείρημα ότι με το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ, όχι μόνο αποπληρώνονται οι τόκοι της χρονιάς αλλά υπάρχει και «περίσσευμα».
Το πρωτογενές πλεόνασμα του 2020 αναμένεται να φτάσει στα 7,488 δισ. ευρώ σε όρους ΕΛΣΤΑΤ (με βάση τη μεθοδολογία ESA 2010) ή στα 7,07 δισ. ευρώ με βάση τον μνημονιακό ορισμό.
Έτσι, ακόμη και αν αφαιρεθούν οι τόκοι της γενικής κυβέρνησης (σ.σ.: εκτιμάται ότι θα φτάσουν στα 5,18 δισ. ευρώ το 2020 από 5,662 δισ. ευρώ το 2019) παραμένει περίσσευμα της τάξεως των 2,3 δισ. ευρώ (με βάση τη μεθοδολογία ESA).
Αυτή η διαφορά «βοηθάει» το χρέος μόνο στον βαθμό που αυξάνει το αποθεματικό για το χρέος και ως τούτου μπορεί και να ψαλιδιστεί προς όφελος του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου.
Η μείωση των επιτοκίων δανεισμού της χώρας αλλά και η προοπτική ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας ασφαλώς και προστίθενται στα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς. Βέβαια, το ελληνικό χρέος τοκίζεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό με σταθερά επιτόκια και ως εκ τούτου η περαιτέρω μείωση και το 2020 έχει συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Εκθέσεις βιωσιμότητας
Και τα δύο βασικά ελληνικά αιτήματα «χτυπούν» στο χρέος και γι’ αυτό οι τελικές αποφάσεις θα εξαρτηθούν και από το τι θα δείξουν οι εκθέσεις βιωσιμότητας. Για παράδειγμα, την επόμενη εβδομάδα στη συνεδρίαση του Eurogroup η Ελλάδα θα θέσει επίσημα το θέμα της αξιοποίησης των ANFAs και των SMPs για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας. Μέσα στο 2020 εκτιμάται ότι θα εκταμιευτεί περίπου 1,3 δισ. ευρώ, με τα μισά χρήματα να εκταμιεύονται σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις μέσα στον Ιανουάριο του 2020, μετά και το τελικό κλείσιμο της 4ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης.
Αν εγκριθεί η αλλαγή χρήσης και τα χρήματα διοχετευτούν για τη χρηματοδότηση επενδύσεων αντί για το «γέμισμα» του κουμπαρά του χρέους, οι επιπτώσεις θα είναι οι εξής:
1. Θα αφαιρεθούν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από τον λογαριασμό του χρέους ή, για την ακρίβεια, δεν θα προστεθούν. Αυτό λαμβάνεται υπόψη ως αρνητική επίπτωση στη βιωσιμότητα του χρέους.
2. Θεωρητικά, θα τονωθεί περισσότερο η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, οπότε θα αυξηθεί ο «παρονομαστής» του κλάσματος.
Το πρωτογενές πλεόνασμα (σε μνημονιακούς όρους) δεν επηρεάζεται από την αλλαγή χρήσης των ANFAs και των SMPs πολύ απλά διότι το ποσό ναι μεν αποτελεί έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού αλλά δεν «φουσκώνει» το μνημονιακό πρωτογενές πλεόνασμα.
Αντίθετα, η αλλαγή χρήσης μπορεί -εμμέσως- να αυξήσει τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο αν ακολουθηθεί η εξής αλληλουχία γεγονότων: αύξηση επενδύσεων, υψηλότερη ανάπτυξη, περισσότερα δημόσια έσοδα, μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα.
Μετά την αποπληρωμή του ακριβού τμήματος του χρέους προς το ΔΝΤ, θα ακολουθήσει η έκδοση νέων ομολόγων, με στόχο τη μείωση της έκθεσης της χώρας στα βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα έντοκα γραμμάτια, ενώ είναι πιθανή και δεύτερη πρόωρη αποπληρωμή μέρους των οφειλών, ύψους 5,3 δισ. ευρώ, που έχουν απομείνει προς το ΔΝΤ.