Skip to main content

Αναδρομική μείωση προστίμων για εκπρόθεσμη καταβολή φόρου

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]

To σύστημα υπολογισμού των προστίμων (προσαυξήσεων και τόκων) εκπρόθεσμης καταβολής φόρων, το οποίο προβλέπει ο Κώδικας Φορολογικών Διαδικασιών (ο ν. 4174/2013) για φορολογικές υποθέσεις από την 1η-1-2014 και μετά, επεκτείνεται πλέον και στις εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις των ετών προ του 2014, εφόσον από την εφαρμογή του προκύπτει μικρότερη επιβάρυνση για τον ελεγχόμενο φορολογούμενο. 

Υλοποιώντας σχετική μνημονιακή δέσμευση, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και η υφυπουργός Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου κατέθεσαν στη Βουλή τροπολογία στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και άλλες διατάξεις», με την οποία επεκτείνονται και σε παραβάσεις προ της ισχύος του ν. 4174/2013 οι διατάξεις για τα πρόστιμα και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τέθηκαν σε ισχύ από την 1η-1-2014 με τον συγκεκριμένο νόμο υπό την προϋπόθεση ότι προκαλούν ευνοϊκότερη μεταχείριση για τους φορολογουμένους. 

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, οι τροποποιήσεις στο ποινολόγιο της εφορίας υπαγορεύονται από την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης κύρωσης, σύμφωνα με την οποία, επί παραβάσεων για τις οποίες προβλέπονται διαδοχικά περισσότερες κυρώσεις επιβάλλεται αναδρομικά η ηπιότερη.

Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 της προτεινόμενης διάταξης τροποποιείται η παράγραφος 17 του άρθρου 72 του ν.4174/2013 και ορίζεται ότι για πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου που εκδίδονται από την έναρξη ισχύος της διάταξης και αφορούν σε υποχρεώσεις χρήσεις, περιόδους ή υποθέσεις πριν από την έναρξη ισχύος του Κ.Φ.Δ. (ήτοι μέχρι 31.12.2013) επιβάλλεται, αντί του πρόσθετου φόρου του άρθρου 1 του ν. 2523/1997, πρόστιμο που ισούται με το άθροισμα του προστίμου των άρθρων 58, 58Α παρ. 2 ή 59 του ΚΦΔ, κατά περίπτωση, πλέον του τόκου του άρθρου 53 του ΚΦΔ, ο οποίος υπολογίζεται από την 1.1.2014 και μέχρι την έκδοση του εκτελεστού τίτλου, εφόσον το πρόστιμο αυτό συναθροιζόμενο με τους τόκους συνεπάγεται επιεικέστερη μεταχείριση του φορολογούμενου.

Αυτό σημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις εκκρεμών φορολογικών ελέγχων των χρήσεων μέχρι και το 2013 δεν θα επιβάλλονται πλέον οι πρόσθετοι φόροι του άρθρου 1 του ν. 2523/1997, οι οποίοι στον φόρο εισοδήματος και τους λοιπούς φόρους πλην ΦΠΑ ανέρχονται σε 1% για εκπρόθεσμη δήλωση, 2% για ανακριβή δήλωση και 2,5% για μη υποβληθείσα δήλωση, ανά μήνα εκπρόθεσμης καταβολής, και σε 1,5%, 3% και 3,5%, αντίστοιχα, ανά μήνα εκπρόθεσμης καταβολής ΦΠΑ, με ανώτατο πλαφόν σε κάθε περίπτωση το 120%. Αντί των διατάξεων αυτών, θα εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες, κατά περίπτωση, κυρώσεις του ΚΦΔ (ν. 4174/2013), εφόσον συνεπάγονται επιεικέστερη μεταχείριση του φορολογουμένου. 

Η παραπάνω ρύθμιση θα ισχύσει άμεσα, αλλά θα αφορά μόνο εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις. Συγκεκριμένα, όπως ορίζει η παράγραφος 5 της τροπολογίας, «ποσά που καταβλήθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο για πράξεις προσδιορισμού φόρου και εκπροθέσμως υποβληθείσες δηλώσεις που εκδόθηκαν ή υποβλήθηκαν, κατά περίπτωση, μέχρι την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος και που αφορούν σε φορολογικές εν γένει υποχρεώσεις πριν την έναρξη ισχύος του Κ.Φ.Δ (ήτοι 31.12.2013), δεν επιστρέφονται, δεν συμψηφίζονται και δεν αναζητούνται λόγω εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου». 

Επιπλέον, η ρύθμιση αυτή δεν αφορά (δεν μειώνει) τα πρόστιμα του παλαιού Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων τα οποία προβλέπονται για παραβάσεις έκδοσης ή λήψης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, για μη έκδοση ή ανακριβή έκδοση φορολογικών στοιχείων κ.λπ. σε φορολογικούς ελέγχους των χρήσεων μέχρι και το 2013.

Η τροπολογία

Το πλήρες κείμενο της διάταξης έχει, αναλυτικά, ως εξής:

Τροπολογία – Προσθήκη στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τίτλο «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και άλλες διατάξεις»

Προτεινόμενη ρύθμιση

Τροποποίηση του άρθρου 72 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας

1. Η παρ. 17 του άρθρου 72 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) αντικαθίσταται ως εξής:
«17. Για πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου που αφορούν εν γένει φορολογικές υποχρεώσεις, χρήσεις, περιόδους ή υποθέσεις έως και την 31.12.2013 επιβάλλεται, αντί του πρόσθετου φόρου του άρθρου 1 του ν. 2523/1997, πρόστιμο που ισούται με το άθροισμα του προστίμου των άρθρων 58, 58Α παρ. 2 ή 59 του παρόντος, κατά περίπτωση, πλέον του τόκου του άρθρου 53 του παρόντος, ο οποίος υπολογίζεται από την 1.1.2014 και μέχρι την έκδοση του εκτελεστού τίτλου, εφόσον αυτό συνεπάγεται επιεικέστερη μεταχείριση του φορολογούμενου. Σε κάθε περίπτωση, μετά την απόκτηση του εκτελεστού τίτλου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 53 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας».

2. Οι διατάξεις της παρ. 1 εφαρμόζονται και επί εκκρεμών, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, υποθέσεων. Ως εκκρεμείς υποθέσεις νοούνται οι υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν άσκησης ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής ή τακτικού ενδίκου μέσου ή αίτησης αναίρεσης ή εκείνες για τις οποίες εκκρεμεί η προθεσμία άσκησης ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής ή τακτικού ενδίκου μέσου ή αίτησης αναίρεσης, καθώς και οι υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί οι σχετικές πράξεις ή αποφάσεις, αλλά δεν έχουν κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο. Ως εκκρεμείς νοούνται, επίσης, οι υποθέσεις οι οποίες έχουν συζητηθεί και δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση του δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί μη αμετάκλητη απόφαση αλλά δεν έχει κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο.

3. Εξαιρετικά, οι ρυθμίσεις της παρ. 2 εφαρμόζονται και στην περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν επιθυμεί τη συνέχιση της δίκης ή την εξέταση της ενδικοφανούς προσφυγής του. Προς τον σκοπό αυτό, ο φορολογούμενος υποβάλλει αίτηση – ανέκκλητη δήλωση ανεπιφύλακτης αποδοχής της πράξης προσδιορισμού του φόρου ή της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή του δικαστηρίου. Η αίτηση – δήλωση αυτή υποβάλλεται στον προϊστάμενο της υπηρεσίας που εξέδωσε την πράξη. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μην έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης αποδοχής. Στις περιπτώσεις που η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων, με την ως άνω αίτηση -δήλωση αποδοχής συνυποβάλλεται και σχετική βεβαίωση της γραμματείας του αρμοδίου δικαστηρίου για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση. Αν έχει εκδοθεί μη αμετάκλητη απόφαση, η ως άνω βεβαίωση πρέπει να διαλαμβάνει αν η απόφαση επιδόθηκε στον αντίδικο του Δημοσίου και, σε καταφατική περίπτωση, την ημεροχρονολογία της επίδοσης. Επί υποθέσεων που έχουν ήδη συζητηθεί, αλλά δεν έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση ή έχει εκδοθεί αλλά δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, λόγω ύπαρξης προθεσμίας άσκησης ή λόγω άσκησης ενδίκου μέσου κατά της απόφασης, η κατά τα ανωτέρω αίτηση-δήλωση ανέκκλητης αποδοχής περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, και δήλωση παραίτησης των διαδίκων από του δικαιώματός τους να απαιτήσουν τη συμμόρφωση προς την τυχόν εκδοθησομένη δικαστική απόφαση ή να ασκήσουν οποιοδήποτε τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο κατ’ αυτής ή παραίτηση από το δικόγραφο του ήδη ασκηθέντος ενδίκου μέσου. Ειδικώς δε, σε υποθέσεις που δεν έχουν συζητηθεί ή έχουν συζητηθεί και δεν έχει εκδοθεί απόφαση του δικαστηρίου, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις της περίπτωσης α’ της παρ. 1 του άρθρου 142 του ν. 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, Α’97), τα αποτελέσματα της οποίας επέρχονται με την υποβολή στη γραμματεία του δικαστηρίου σχετικής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της φορολογικής αρχής που εξέδωσε την πράξη, με περιεχόμενο την περάτωση της διαδικασίας της παρούσας παραγράφου. Με Απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων δύναται να καθορίζεται η διαδικασία επιβολής των προστίμων, ζητήματα αρμοδιοτήτων και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως και 3 του παρόντος.

4. Η παρ. 18 του άρθρου 72 του ν. 4174/2013, αντικαθίσταται ως εξής:
«Εξαιρετικά, για την υποβολή εκπρόθεσμων χρεωστικών δηλώσεων, που αφορούν χρήσεις περιόδους υποθέσεις ή εν γένει φορολογικές υποχρεώσεις έως την 31.12.2013, επιβάλλεται, αντί του πρόσθετου φόρου του άρθρου 1 του ν. 2523/1997, πρόστιμο που ισούται με το άθροισμα του προστίμου του άρθρου 54 του παρόντος πλέον του τόκου του άρθρου 53 του παρόντος, ο οποίος υπολογίζεται από την 1.1.2014 και μέχρι την έκδοση του εκτελεστού τίτλου, εφόσον αυτό συνεπάγεται επιεικέστερη μεταχείριση του φορολογούμενου. Σε κάθε περίπτωση μετά την απόκτηση του εκτελεστού τίτλου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 53 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας».

5. Ποσά πρόσθετων φόρων που έχουν με οποιοδήποτε τρόπο καταβληθεί δυνάμει των παρ. 17 και 18 του άρθρου 72 του ν. 4174/2013, ως ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, δεν επιστρέφονται, δεν συμψηφίζονται και δεν αναζητούνται λόγω εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Aναλυτικό παράδειγμα

Για παράδειγμα, σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής φόρου εισοδήματος λόγω εντοπισμού αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης από ανακριβή υποβληθείσα δήλωση του έτους 2013 (εισοδήματα χρήσης 2012), αντί να επιβληθεί πρόσθετος φόρος εκπρόθεσμης καταβολής 2% επί του επιπλέον προσδιορισθέντος φόρου για κάθε μήνα που μεσολάβησε από την ημερομηνία υποβολής της ανακριβούς δήλωσης μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου (παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν. 2523/1997), θα επιβάλλεται πρόστιμο 10%-50% επί της πρόσθετης διαφοράς φόρου που εντοπίστηκε (άρθρο 58 του ν. 4174/2013) και επιπλέον τόκος εκπρόθεσμης καταβολής 0,73% για κάθε μήνα που μεσολάβησε από την 1η-1-2014 (έναρξη ισχύος του ν. 4174/2013) μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου.

Έτσι το συνολικό ύψος του προστίμου μπορεί να περιορισθεί αισθητά από το 120% της επιπλέον διαφοράς φόρου που εντοπίστηκε στο 10%-50% της διαφοράς αυτής προσαυξημένο με μηνιαίους τόκους 0,73% για το διάστημα από 1-1-2014 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου. Αν το διάστημα αυτό είναι 4 χρόνια, δηλαδή η πράξη εκδοθεί στις 29-12-2017, τότε το συνολικό ύψος των προστίμων και των τόκων εκπρόθεσμης καταβολής περιορίζεται από το 120% της διαφοράς φόρου στο 45%-95% της διαφοράς φόρου.