Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Μία δεκαετία μετά την χρηματοπιστωτική κρίση οι χώρες του ΟΟΣΑ εξακολουθούν να παλεύουν με δύο μεγάλες προκλήσεις: ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης και φουσκωμένα χρέη. Σε αυτές έρχονται να προστεθούν η ραγδαία τεχνολογική αλλαγή και η γήρανση του πληθυσμού που απαιτούν άμεσες προσαρμογές πολιτικής και μεταρρυθμίσεις. Οι τελευταίες θα πρέπει να εφαρμοστούν σε ένα περιβάλλον εντεινόμενης κοινωνικής δυσφορίας και αμφισβήτησης των θεσμών. Είμαστε λοιπόν μπροστά σε μία νέα μεγάλη κρίση; Και τι ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα;
Η ετήσια πολυσέλιδη έκθεση του ΟΟΣΑ «Οι κυβερνήσεις με μία ματιά» (Government at a glance) είναι αποκαλυπτική. Οι πολίτες σε πολλές χώρες αμφισβητούν το κατά πόσο οι κυβερνήσεις τους υπηρετούν το συμφέρον της πλειοψηφίας ή μία «ελίτ». Μάλιστα το 2016 μόνο το 37% των ανθρώπων στις χώρες του ΟΟΣΑ δήλωναν ότι πιστεύουν πως ακούγεται η φωνή τους από το κράτος και αποτυπώνεται στα όσα κάνει η κυβέρνηση. Αυτή η δυσφορία, σημειώνουν οι ειδικοί του οργανισμού, αποτυπώνεται συχνά στα πολιτικά αφηγήματα και στα αποτελέσματα της κάλπης. Ωστόσο η πηγή της βρίσκεται, μεταξύ άλλων, και στα οικονομικά δεδομένα.
Τα χρέη αποδεικνύονται μεγάλο βαρίδι, αφού περιορίζουν αισθητά και τις δυνατότητες των κυβερνήσεων. Κατά την περίοδο της κρίσης (από το 2007 έως το 2017) οι μεγαλύτερες αυξήσεις χρέους κατεγράφησαν στην Ελλάδα (75,9 πμ) και στην Ισπανία (72,8 πμ). Η νέα έκθεση του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου, σύμφωνα με την οποία το παγκόσμιο χρέος είναι φέτος σε τροχιά να σπάσει το ρεκόρ των 255 τρισ. δολαρίων, έρχεται να πιστοποιήσει τα όσα επισημαίνει ο ΟΟΣΑ.
Στην περίπτωση της Ελλάδας το χρέος σταθεροποιείται τα τελευταία χρόνια, όπως παρατηρεί ο ΟΟΣΑ, χάρη σε σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα. Προειδοποιεί ωστόσο ότι η μείωση των επιπέδων του χρέους θα απαιτήσει πρόσθετες μεταρρυθμίσεις για την τόνωση των ρυθμών ανάπτυξης, διατήρηση μεγάλων, αλλά ρεαλιστικών πρωτογενών πλεονασμάτων και διατήρηση των ευνοϊκών όρων για το χρέος, με το «κλείδωμα» των επιτοκίων στα σημερινά χαμηλά επίπεδα.
Στην έκθεση σημειώνεται ακόμη ότι η Ελλάδα το 2017 εμφάνισε το μεγαλύτερο διαρθρωτικό πλεόνασμα (6,4%), μέσω μίας εντυπωσιακής προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής και προόδου στο μέτωπο της φορολογικής συμμόρφωσης. Αυτή η καλή επίδοση, όπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ, θα μπορούσε ως αντάλλαγμα να τονώσει την εμπιστοσύνη και να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις της λιτότητας.
Ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει ότι συνολικά στα μέλη του «οι δημόσιοι θεσμοί έχουν τα εργαλεία στη διάθεσή τους, που μπορούν να τους επιτρέψουν να αποκαταστήσουν την σύνδεση με τους πολίτες και να βελτιώσουν την αποδοτικότητα της δημόσιας πολιτικής». Αυτό που απαιτείται, όπως επισημαίνουν, είναι «πολιτικές με κέντρο τον άνθρωπο».
Αρκετές έχουν χώρες έχουν αρχίσει να υιοθετούν δημόσιες υπηρεσίες επικεντρωμένες στον άνθρωπο, αλλά ακόμη δεν έχουν γίνει αρκετά βήματα. Η πρόσβαση και η ποιότητα των υπηρεσιών όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η δικαιοσύνη βελτιώνονται στην πλειονότητα των κρατών- μελών. Το 2018 για παράδειγμα των 70% των πολιτών του ΟΟΣΑ ήταν ικανοποιημένοι με τις υπηρεσίες υγείας και το 66% με το εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ το 56% είχε εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα και στη Δικαιοσύνη.
Ελλάδα: Άνετη πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, κακή ποιότητα
Τι ισχύει στην Ελλάδα; Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έκθεσης, ενώ λαμβάνουμε εξαιρετικά υψηλές βαθμολογίες ως προς την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να είμαστε στο 1/3 των καλύτερων επιδόσεων, οι πολίτες αλλά και επίσημοι οργανισμοί βαθμολογούν πολύ χαμηλά την ποιότητα και την ικανοποίηση. Σε αυτά τα μέτωπα είμαστε στο χαμηλότερο 1/3.
‘Όσον αφορά στο δικαστικό σύστημα, έχουμε μέτριες επιδόσεις (είμαστε στο μεσαίο 1/3 δηλαδή) στη δυνατότητα πρόσβασης και στο κόστος όπως και στην εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη. Πέφτουμε στο χαμηλότερο 1/3 στις μετρήσεις για την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα.