Skip to main content

Τα ρομπότ απειλούν 800 εκατ. θέσεις εργασίας έως το 2030

Από την έντυπη έκδοση

Της Νατάσας Στασινού
[email protected]

Ποια είναι σήμερα η μεγαλύτερη απειλή για τους εργαζομένους, αλλά και η κορυφαία πρόκληση για τις κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων και αναδυόμενων οικονομιών; Τα ρομπότ απαντούν οι ειδικοί και προειδοποιούν ότι θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα για τις τεράστιες αλλαγές που φέρνει η αυτοματοποίηση στις αγορές εργασίας.

Η πιο πρόσφατη προειδοποίηση έρχεται από τον ερευνητικό βραχίονα της McKinsey, ο οποίος υπολογίζει ότι έως το 2030 θα κινδυνεύσουν να χάσουν τη δουλειά τους έως και 800 εκατομμύρια εργαζόμενοι ανά τον πλανήτη – μέγεθος που αντιστοιχεί σε περισσότερο από 1/5 του υφιστάμενου παγκόσμιου εργατικού δυναμικού. Στο στόχαστρο των ρομπότ θα βρεθούν περί τα 250 εκατ. θέσεις στην Κίνα, περισσότερα από 100 εκατομμύρια στην Ινδία και 80 εκατ. στις ΗΠΑ. Αυτό είναι το πιο «μαύρο» σενάριο. Ακόμη και το πιο μετριοπαθές, όμως, το οποίο θέλει την ανάπτυξη της αυτοματοποίησης να μην είναι αλματώδης, αλλά σταδιακή, δεν αφήνει κανένα περιθώριο εφησυχασμού. Τουλάχιστον 400 εκατομμύρια εργαζόμενοι θα κληθούν, σύμφωνα με τους ειδικούς του McKinsey Global Institute, να αναζητήσουν νέα εργασία μέσα στα επόμενα 13 χρόνια. Στη μελέτη της η ΜcKinsey, η οποία συνέλεξε στοιχεία για 46 χώρες και περισσότερα από 800 επαγγέλματα, επισημαίνει ότι εκείνοι που θα πληγούν πιο άμεσα από την αυτοματοποίηση είναι οι χειριστές μηχανημάτων, υπάλληλοι γραμματειακής υποστήριξης, αλλά και οι εργαζόμενοι σε ταχυφαγεία ή σούπερ μάρκετ.

Τα καλά νέα είναι πως, με τον σωστό προγραμματισμό από πλευράς κρατών, αλλά και με την απαραίτητη προετοιμασία εκ μέρους των εργαζομένων, όσοι χάσουν τη θέση τους από ρομπότ θα μπορούν να απορροφηθούν σε άλλους, αναδυόμενους κλάδους. Και τούτο γιατί η τεχνολογική πρόοδος -όπως συνέβη και στο παρελθόν- δεν καταργεί μόνο θέσεις, αλλά και δημιουργεί νέες. Το 2015 οι ερευνητές Γκέοργκ Γκετζ (Πανεπιστήμιο Ουψάλα) και Γκάι Μάικλς (London School of Economics) συγκεντρώνοντας στοιχεία από 17 χώρες για την περίοδο 1993-2007 έδειξαν ότι η χρήση των ρομπότ συνέβαλε κατά μέσο όρο σε ετήσια αύξηση του ΑΕΠ και της παραγωγικότητας κατά 0,37 και 0,36 ποσοστιαία μονάδα αντίστοιχα, ενώ δεν επηρέασε τα γενικά ποσοστά απασχόλησης. «Έφαγε» θέσεις χαμηλής και μεσαίας ειδίκευσης, αλλά δημιούργησε νέες για ειδικευμένο προσωπικό.

 «Το μοντέλο που ήθελε τους ανθρώπους να πηγαίνουν στο σχολείο και να σπουδάζουν για τα πρώτα 20 χρόνια της ζωής τους και να εργάζονται για τα επόμενα 40 ή 50 έχει προ πολλού χαθεί» σχολίασε στο CNN η Σούζαν Λαντ, ερευνήτρια και εκ των συντακτών της μελέτης. «Θα πρέπει να αντιληφθούμε πως πλέον είναι απαραίτητο να μαθαίνουμε νέα πράγματα, να μετεκπαιδευόμαστε καθ’ όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας μας» εξήγησε, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για την πιο μαζική και δύσκολη μετάβαση από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν εκατομμύρια εργάτες μεταφέρθηκαν από τον αγροτικό τομέα στα εργοστάσια. Αυτή η μετάβαση απαιτεί ευελιξία από τους εργαζομένους, αλλά και προώθηση ειδικών προγραμμάτων κατάρτισης από τους εργοδότες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Οι δαπάνες για τα προγράμματα αυτά, θα πρέπει να είναι αντίστοιχης κλίμακας με το Σχέδιο Μάρσαλ των ΗΠΑ για την ανοικοδόμηση ευρωπαϊκών χωρών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση. Αξίζει να θυμίσουμε τέλος ότι καμπανάκι για τους κινδύνους που πηγάζουν από την αυτοματοποίηση έχουν χτυπήσει επανειλημμένα την τελευταία διετία ακόμη και επιχειρηματίες που επενδύουν σε αυτήν. Μεταξύ αυτών ο Έλον Μασκ της Tesla και της SpaceX, ο οποίος και θεωρεί αναγκαία την καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε διεθνές επίπεδο. Ο ιδρυτής της Microsoft Μπιλ Γκέιτς έχει εισηγηθεί τη φορολόγηση των επιπλέον κερδών, που εξασφαλίζουν οι εταιρείες από τη χρήση των βιομηχανικών ρομπότ, με τα έσοδα από έναν τέτοιο φόρο να κατευθύνονται σε προγράμματα κατάρτισης των εργαζομένων.