Skip to main content

Η αβεβαιότητα «πριμοδοτεί» αναλήψεις και επισφάλειες

Από την έντυπη έκδοση 

Της Άννας Δόγα
[email protected]

Αναστροφή των θετικών τάσεων σε καταθέσεις και επισφάλειες καταγράφονται από τις αρχές του έτους, ενισχύοντας τους φόβους ότι εάν δεν κλείσει το συντομότερο η αξιολόγηση, θα κοστίσει ακριβά στις τράπεζες και την οικονομία.

Εκτιμάται σε περίπου 1 δισ. ευρώ η μείωση των καταθέσεων στο διάστημα αυτό, με αναστροφή της τάσης του προηγούμενου έτους.

Ανησυχητική είναι και η άνοδος των νέων καθυστερήσεων, κατά 500 με 600 εκατ. ευρώ από την αρχή του 2017, μετά από μια χρονιά σταθεροποίησης ή και μείωσης.

Πρόκειται για καθυστερήσεις σε επιχειρηματικά δάνεια που οφείλονται στην αβεβαιότητα αλλά και την προσδοκία ρύθμισης μέσω του εξωδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος παραμένει σε εκκρεμότητα. «Καμπανάκι» χτυπά και το φαινόμενο νέων καθυστερήσεων στα στεγαστικά δάνεια, επισημαίνουν οι τραπεζίτες, που αποτιμούν την εξέλιξη αυτή στην επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών.

Η κατάσταση επί του παρόντος είναι διαχειρίσιμη και το σύστημα παραμένει εντός στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, αλλά παράταση των καθυστερήσεων δημιουργεί κινδύνους εκτροχιασμού.

Στο μέτωπο των καταθέσεων, το τραπεζικό σύστημα κατέγραψε αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων κατά 4,2 δισ. ευρώ στη διάρκεια του 2016, με σταθερή μηνιαία αύξηση το τελευταίο εξάμηνο της τάξης των 770 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο. Οι τράπεζες κατέγραφαν τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των πελατών, έχοντας πάντως τον «ανταγωνισμό» του Δημοσίου αφού περί τα 6,3 δισ. ευρώ που βρίσκονταν σε σεντούκια και θυρίδες «κάηκαν» κυρίως σε φόρους.

Η έναρξη συνθηκών αβεβαιότητας όσο μετατίθεται χρονικά η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και επανέρχονται συζητήσεις περί Grexit και δραχμής, οδήγησαν σε αναστροφή της τάσης των δειλών εισροών και οι πρώτες εβδομάδες του 2017 είχαν απώλειες για το σύστημα της τάξης του 1 δισ. ευρώ, ροκανίζοντας την αύξηση που πέτυχε με δυσκολία το σύστημα το 2016.

Το 2016 έκλεισε με ιδιωτικές καταθέσεις ύψους 121,38 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 100,77 δισ. ευρώ ήταν οι καταθέσεις ιδιωτών. Οι συνολικές καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα, δηλαδή οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, της γενικής κυβέρνησης και των κατοίκων εξωτερικού διαμορφώνονταν σε 157,46 δισ. ευρώ.

Ακόμη πιο επικίνδυνη χαρακτηρίζουν οι τραπεζίτες την άνοδο των νέων καθυστερήσεων που καταγράφονται επίσης από τις αρχές του 2017. Το μίγμα είναι εκρηκτικό για τα χαρτοφυλάκια προβληματικών δανείων, αφού από τη μια πλευρά η ύφεση υπονομεύει τις ρυθμίσεις και από την άλλη οι νομοθετικές εκκρεμότητες αρχίζουν να δημιουργούν λανθασμένες προσδοκίες για ευνοϊκότερη μεταχείριση.

Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμάται ότι καταγράφηκαν περί τα 500 με 600 εκατ. ευρώ νέων καθυστερήσεων, κατ’ αρχάς σε επιχειρηματικά δάνεια. Οι τράπεζες είχαν διαβλέψει τον κίνδυνο για μια νέα στάση πληρωμών από επιχειρήσεις εξαιτίας των καθυστερήσεων ψήφισης και εφαρμογής του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Με δυσκολία διατηρούνται σε εξυπηρέτηση τα τέσσερα στα δέκα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις και η ανησυχία είναι έντονη ότι ακόμη και αν ψηφιστεί το σχέδιο νόμου, μέχρι την πλήρη εφαρμογή του οι προσδοκίες ευνοϊκής μεταχείρισης θα οδηγήσουν αρκετούς επιχειρηματίες σε πάγωμα των αποπληρωμών ή αθέτηση των υφιστάμενων ρυθμίσεων.

Ήδη, ενδείξεις αυτής της τάσης αποτυπώνονται στα χαρτοφυλάκια, ενώ επίσης ανησυχητικό είναι το φαινόμενο νέων καθυστερήσεων στα στεγαστικά δάνεια. Μέρος των καθυστερήσεων αυτών αποδίδονται και στην ανησυχία από πλευράς των δανειοληπτών ότι δεν θα λάβουν εγκαίρως τον μισθό τους εξαιτίας της αναμονής των λογιστηρίων σε επιχειρήσεις για τον υπολογισμό των εισφορών.

Όπως επισημαίνουν στη «Ν», ακόμη και αυτό το συγκυριακό ζήτημα δείχνει πόσο εύθραυστη ισορροπία υπάρχει στη διαχείριση των προβληματικών δανείων και τονίζουν ότι εάν η περίοδος της αβεβαιότητας παραταθεί πέραν του Μαρτίου, διακυβεύονται τα πάντα: στόχοι μείωσης των κόκκινων δανείων, κερδοφορία, «μαξιλάρια» εν όψει stress tests.

Το 2016 οι τράπεζες είχαν καταφέρει να σταθεροποιήσουν ή και να μειώσουν τις νέες καθυστερήσεις με στόχο να επικεντρωθούν στη διαχείριση του υψηλού στοκ των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που φθάνουν τα 108 δισ. ευρώ.