Η πτώση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος και η μείωση των τιμών των διαμερισμάτων δημιουργούν φραγμούς για την ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, υποστηρίζει η Eurobank στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο.
Σύμφωνα με τα τριμηνιαία στοιχεία των μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών των θεσμικών τομέων της ελληνικής οικονομίας, το δεύτερο τρίμηνο του 2014 καταγράφηκε συρρίκνωση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) κατά 4,30% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενο έτους.
Σε νομισματικές αξίες η συγκεκριμένη πτώση αντικατοπτρίζεται σε μια μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά 1,38 δισ. ευρώ – από 32,18 δισ. σε 30,80 δισ. ευρώ.
Παράλληλα με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, από το πρώτο τρίμηνο του 2009 και έπειτα σημειώνεται και συνεχής πτώση (22 τρίμηνα) του δείκτη τιμών των διαμερισμάτων, όπως σημειώνουν οι αναλυτές της Eurobank. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στο δεύτερο τρίμηνο του 2014 η μείωση ήταν της τάξης του 7,30%.
«Η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η πτώση της αξίας των διαμερισμάτων δύναται να αποτελέσουν σημαντικούς φραγμούς για την ανάκαμψη της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης», επισημαίνεται στο δελτίο «7 Ημέρες Οικονομίας» της Eurobank.
Όπως εξηγούν οι αναλυτές της τράπεζας, η τελευταία μεταβλητή είναι θετική συνάρτηση τόσο διαθέσιμου εισοδήματος όσο και του συνολικού πλούτου (χρηματοοικονομικού, π.χ. μετοχές, φυσικού, π.χ. παρούσα αξία μελλοντικών εισοδημάτων από εργασία) των νοικοκυριών.
Στην ελληνική οικονομία, προσθέτουν, το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης (84,8% και 64% για την Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 (Ε.Ε.-15)) μας επιτρέπει να θεωρήσουμε την αξία των διαμερισμάτων ή των κατοικιών ως ένα πολύ σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα του συνολικού πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών. Συνεπώς, η συνεχής πτώση των τιμών των διαμερισμάτων δύναται να επηρεάσει αρνητικά την ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη.