Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Mεταφορά πλούτου από τη δοκιμαζόμενη περιφέρεια προς τον ισχυρό πυρήνα της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης και κατά συνέπεια όξυνση των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών-μελών, μαρτυρούν νέα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την περίοδο κορύφωσης της κρίσης, από το 2009 έως το 2013.
Στη συγκεκριμένη πενταετία τα νοικοκυριά της Ιρλανδίας και της Ελλάδας είχαν τις μεγαλύτερες απώλειες, την ώρα που σε χώρες, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, ο κατά κεφαλήν πλούτος αυξήθηκε – σε μεγάλο βαθμό χάρη σε κερδοφόρες επενδύσεις.
Οπως προκύπτει από την έκθεση της ΕΚΤ, οι Ιρλανδοί υπέστησαν – σε απόλυτο ποσό- τις μεγαλύτερες απώλειες στον ατομικό τους πλούτο, χάνοντας τη συγκεκριμένη πενταετία κατά μέσο όρο 18.474 ευρώ. Οι Ελληνες βρίσκονται στη δεύτερη χειρότερη θέση, με κατά μέσο όρο απώλειες 16.909 ευρώ ανά άτομο. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, όπως και οι φοροαυξήσεις, ως ποσοστό, ήταν πολύ μεγαλύτερες.
Ωστόσο, το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ιρλανδών όταν ξέσπασε η κρίση ήταν αρκετά υψηλότερο, με αποτέλεσμα οι απώλειες, αν και μικρότερες σε ποσοστό, να είναι μεγαλύτερες σε απόλυτο αριθμό. Και στις δύο χώρες οι πολίτες είχαν σημαντικές απώλειες και από επενδύσεις σε ενεργητικό. Αν και δεν διευκρινίζεται από την ΕΚΤ, αυτές πιθανότατα περιλαμβάνουν και τα ακίνητα, καθώς και στις δύο περιπτώσεις είχαμε κατάρρευση της αγοράς στέγης.
Μεταξύ των μεγάλων ηττημένων της περιόδου είναι και οι πολίτες και άλλων χωρών που βρέθηκαν στο επίκεντρο της κρίσης, όπως είναι οι Ισπανοί, με τις κατά κεφαλήν απώλειες στα 12.780 ευρώ, αλλά και οι Κύπριοι, στα 4.876 ευρώ. Αισθητή ήταν η συρρίκνωση και για τον ατομικό πλούτο χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ, οι οποίες μπορεί να μην αντιμετώπισαν κρίση χρέους, αλλά ήρθαν αντιμέτωπες με οξύτατη χρηματοπιστωτική κρίση. Στη Λετονία κάθε πολίτης έχασε κατά μέσο όρο 3.901 ευρώ την περίοδο 2009-2013 και στη Σλοβενία περίπου 3.600 ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μεταβολή του ατομικού πλούτου συνολικά στην Ενωση ήταν θετική: Είχαμε κατά μέσο όρο αύξηση 6.570 ευρώ στην Ευρωζώνη και 2.612 ευρώ στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 28 κρατών-μελών. Οι Ολλανδοί είδαν τον πλούτο τους να ενισχύεται κατά 33.621 ευρώ, οι Βέλγοι κατά 24.005 ευρώ και οι Γερμανοί κατά 19.277 ευρώ. Στις συγκεκριμένες χώρες είχαμε τόσο αύξηση του μέσου μισθού των εργαζομένων τη συγκεκριμένη περίοδο όσο και ανάκαμψη των τιμών διαφόρων κατηγοριών ενεργητικού, από τα ομόλογα και τις μετοχές έως και τα ακίνητα.
Η εικόνα αυτή της αυξημένης ευημερίας στον πυρήνα, την ώρα που στην περιφέρεια τα νοικοκυριά δέχονταν «επίθεση», είναι ενδεικτική των όχι απλά επίμονων, αλλά διογκούμενων ανισορροπιών και αποκλίσεων σε μία νομισματική ένωση, που είχε ως στόχο της τη σύγκλιση. Και αυτή δεν μπορεί να αλλάξει όσο αποφασιστικά μέτρα κι αν λάβει η ΕΚΤ. Με τη δραστική μείωση των επιτοκίων και την ποσοτική χαλάρωση η κεντρική τράπεζα πέτυχε μεν να βάλει φρένο στις επιθέσεις των επενδυτών σε χώρες του Νότου (με εξαίρεση την «ειδική περίπτωση» της Ελλάδας).
Είναι, ωστόσο, γνωστό ότι μεγάλος ωφελημένος από την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική είναι η Γερμανία – η οποία και έχει αντιταχθεί σε αυτήν. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει ότι η νομισματική πολιτική έχει όρια. Το κλειδί για την άμβλυνση των ανισοτήτων, επισημαίνει, βρίσκεται στις κυβερνήσεις.
Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την εφαρμογή κρίσιμων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά και με τη βούληση για βήματα προς βαθύτερη ολοκλήρωση, τραπεζική, δημοσιονομική, αλλά και πολιτική στη ζώνη του ευρώ. Προς το παρόν κράτη-μέλη που δηλώνουν υπέρ της βαθύτερης ενοποίησης, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, έχουν πολύ διαφορετικές έως και αντικρουόμενες απόψεις ως προς το τι ακριβώς αυτή σημαίνει.