Skip to main content

Αυστηρά «φίλτρα» για διαγραφή οφειλών

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιώργου Κούρου
[email protected]

Από το «κόσκινο» των ελεγκτικών αρχών θα περνούν στο εξής όλες οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προτού χαρακτηριστούν ως ανεπίδεκτες είσπραξης και διαγραφούν, με στόχο να περιοριστεί η ζημία του Δημοσίου.

Ειδικότερα, με βάση τις νέες διατάξεις που έχουν τεθεί σε ισχύ, πριν από τον χαρακτηρισμό μιας οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης ο φορολογικός μηχανισμός θα «ξεσκονίζει» τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη προκειμένου, με αδιάσειστα στοιχεία, να πιστοποιήσει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα ικανοποίησης των απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς ο υπόχρεος δεν έχει περιουσία, κινητή ή ακίνητη, για να εξοφλήσει το χρέος του. 

Αυτό και μόνο θα είναι το τελευταίο «βήμα» προτού οι αρχές δώσουν το «πράσινο φως» για να διαγραφεί με τη «βούλα» μια οφειλή, αφού δεν θα υπάρχει κανένας απολύτως τρόπος εξόφλησής της. 

Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, με βάση τις νέες διευκρινίσεις της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), που δόθηκαν με την υπ’ αριθμ. Ε.2169/23.8.2021 εγκύκλιό της με την οποία κοινοποιήθηκαν αρμοδίως και οι διατάξεις των άρθρων 132, 182, 183 και 203 του ν.4820/2021 «Οργανικός Νόμος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και άλλες ρυθμίσεις», μια οφειλή που έχει καταχωρισθεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται πλέον ως εισπράξιμη εάν, πριν από την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.

Τι ισχύει

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι οφειλές διακρίνονται σε εισπράξιμες και μη εισπράξιμες ως εξής:
Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις: 
α. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της φορολογικής διοίκησης και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων ή απαιτήσεων αυτών έναντι τρίτων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οποιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. Α.Κ. και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή με διαδικασία εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον πρόκειται για πτωχό.
β. Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης, ή δεν είναι δυνατή η υποβολή της.
γ. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.

Προκειμένου για εταιρείες που τελούν υπό κρατικό έλεγχο ή στις οποίες ασκείται κρατική εποπτεία και οι οποίες τελούν υπό εκκαθάριση ή πτώχευση, απαιτείται η αναγγελία του Δημοσίου στις ανωτέρω διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης.

Οι πράξεις του χαρακτηρισμού των επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και της καταχώρισης των απαιτήσεων σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης γίνονται με απόφαση του διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σύμφωνα με τις διατάξεις που τη διέπουν. Εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω του 1.500.000 ευρώ, οι πράξεις αυτές κοινοποιούνται στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των δημόσιων εσόδων, από την οποία και ελέγχονται. Αν κρίνεται αναγκαίο, έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί και στις πράξεις που αφορούν συνολική βασική οφειλή κατώτερη του ως άνω ποσού.

Επισημαίνεται ότι από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση:
α) αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της,
β) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό,
γ) δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των ανωτέρω προσώπων. 

Σε κάθε περίπτωση το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμό και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.

Η διαγραφή πάντως των απαιτήσεων και η καταχώρισή τους σε ειδικά βιβλία διαγραφών γίνονται με απόφαση του διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις που τη διέπουν, ενώ οι πράξεις αυτές κοινοποιούνται στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των δημόσιων εσόδων από την οποία και ελέγχονται.