Skip to main content

Δημήτρης Μυλωνάς: «…μέσα από το θέατρο είδε και όλη η κοινωνία τις παθογένειές της…»

«Δεν ξεχνώ μια σοφή κουβέντα του Κώστα Καζάκου: το θέατρο θέλει σκληρή δουλειά και γερό στομάχι».

Η παράσταση «Όπου κι αν πας να μη χαθείς» βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Νίκου Σκορίνη και σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά παρουσιάζεται στην Πάνω Σκηνή του «Από Μηχανής» Θεάτρου [Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο].

Το έργο λειτουργεί ως ένα σύγχρονο «έπος», μια σύγχρονη Οδύσσεια στην οποία ξετυλίγεται η Ιστορία της νεότερης Ελλάδας από τη δεκαετία του 1950 έως και τις μέρες μας -και μαζί η ξενιτιά, η δικτατορία, τα κινήματα, η μεταπολίτευση, η πτώση του ανατολικού μπλοκ και άλλα πολλά. Η περιπλάνηση του κεντρικού ήρωα Ορέστη στους τόπους της Ιστορίας, γίνεται ένα ταξίδι με προορισμό την προσωπική του «Ιθάκη» αλλά, ταυτόχρονα, αντανακλά την προσδοκία και τη ματαίωση μιας ολόκληρης εποχής.

Ο Δημήτρης Μυλωνάς μίλησε μαζί μας.

Ποιες ήταν οι πρώτες «αντιδράσεις» σας στην επαφή με το βιβλίο του  Σκορίνη;  Και τι σας τράβηξε να το ανεβάσετε επί σκηνής;

«Το “Όπου κι αν πας, μην χαθείς” εκτός από ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, χαρακτηρίζεται από έντονη θεατρικότητα, γεγονός άκρως δελεαστικό για έναν σκηνοθέτη. Πότε σε τρίτο πρόσωπο και πότε σε πρώτο, άλλοτε σε μορφή ημερολογίου, με συχνές αναφορές στη σπαρακτική ερωτική αλληλογραφία του κεντρικού ήρωα Ορέστη, και μετά ξανά πίσω στη γειωμένη πραγματικότητα και τα γεγονότα της πολιτικής σκηνής, προσφέρει ένα συναρπαστικό πεδίο σύνθετου σκηνικού παιχνιδιού: χιούμορ, συγκίνηση, δράση, ατμόσφαιρες, ανατροπές είναι λίγα από τα πολύτιμα υλικά που συναντάμε στο βιβλίο και ήμουν, εξαρχής, βέβαιος ότι θα μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία μιας θεατρικής μεταφοράς που ενώ δεν ξεχνάς ποια είναι η αφετηρία της, ταυτόχρονα σου επιτρέπει να κινηθείς και πέρα απ’ αυτήν, με προσανατολισμό τη δημιουργία ενός αυτόνομου καλλιτεχνικού έργου».

Το πρωτότυπο θεατρικό κείμενο γεννήθηκε εξολοκλήρου μέσα από τη διαδικασία των προβών –θα μας δώσετε μια εικόνα αυτού του  δημιουργικού σταδίου;

«Η θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος δεν ήταν μια εργασία “από το σπίτι” αλλά προέκυψε μέσα από τη διαδικασία των προβών ως ένας ζωντανός οργανισμός που γεννήθηκε επί σκηνής. Κρατώντας τις κεντρικές θεματικές του βιβλίου, επιχειρήσαμε αφενός να δώσουμε τρισδιάστατη ύπαρξη στους ήρωες και τα γεγονότα κι αφετέρου να αναζητήσουμε σε αυτήν τη σύγχρονη “Οδύσσεια” τους εαυτούς μας ως φορείς αφήγησης μιας ιστορίας που συνομιλεί με τη νεότερη Ιστορία του τόπου και συναντιέται τόσο με τις προσωπικές μας αναφορές και βιώματα όσο και με τη συλλογική μνήμη».

Κάποιο σχόλιο για τη σκηνοθετική σας προσέγγιση;

«Με ενδιέφερε εξαρχής να επικεντρωθώ, τόσο ο ίδιος προσωπικά ως σκηνοθέτης όσο και οι ηθοποιοί του θιάσου που συμμετείχαν ενεργά στη διαδικασία της διασκευής, στο να αποδοθεί σκηνικά η ματιά μας πάνω στο βιβλίο, η προσωπική μας αφήγηση του βιβλίου αλλά και των θεμάτων που εγείρει, η προσωπική μας κατάθεση κι εμπλοκή με τα γεγονότα που διαδραματίζονται και με τα οποία, άλλα πιο μακρινά στο χρόνο κι άλλα λιγότερο, κάπως, κάπου συναντιόμαστε. Αυτό το “κάπως” και το “κάπου” επιθυμώ να καταφέρουμε να μοιραστούμε με τους θεατές».

Αυτή την περίοδο σας συναντούμε, για λίγο ακόμα,  και  στο «Σλουθ» -όπου μοιράζεστε τη σκηνή με τον Σωτήρη Χατζάκη –ο οποίος και σκηνοθετεί. Δυο λόγια για το έργο και τη συνεργασία σας;

«Το “Σλουθ” του Άντονι Σάφερ είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της νεότερης δραματουργίας. Έχει παιχτεί πάνω από 3000 φορές, έχει γίνει ταινία, είναι ένα έργο ερμηνειών. Η σύγκρουση δυο ανδρών με επίκεντρο μια γυναίκα μετατρέπει τη σκηνή σε ένα πεδίο “μάχης” μεταξύ του απατημένου συζύγου και του εραστή της γυναίκας του -που υποδύομαι εγώ, ενός νεότερου άντρα για τον οποίο η “αρπαγή” της γυναίκας του άλλου είναι συνυφασμένη με την προσωπική του ανέλιξη.  Ένα έργο με γενναίες δόσεις φλεγματικού χιούμορ και την ατμόσφαιρα ενός στιβαρού αστυνομικού έργου που εξελίσσεται σε ένα “παιχνίδι” όπου όλα επιτρέπονται: οι ρόλοι εναλλάσσονται, η πραγματικότητα θολώνει, η μεταμόρφωση αντανακλά την αλήθεια. Επί σκηνής, στήνεται μια κωμικοτραγική αρένα κατά την οποία η κοινωνική καταξίωση, η σεξουαλική υπεροχή, η αγωνία της φθοράς του χρόνου παρακινούν τους δύο ήρωες σε ένα παιχνίδι δίχως επιστροφή. Η συνεργασία μου με τον Σωτήρη Χατζάκη είναι ευλογία· πρόκειται για μια συνάντηση κατά την οποία και οι δύο μας κουβαλώντας την εμπειρία μας τόσο ως ηθοποιοί όσο κι ως σκηνοθέτες, ερχόμαστε να συνθέσουμε, να συνυπάρξουμε σκηνικά, έχοντας ως υλικό το σπουδαίο αυτό έργο που μας προσφέρει απλόχερα αμέτρητες δυνατότητες. Τολμώ να πω ότι στο πρόσωπο του Σωτήρη Χατζάκη βρήκα το σκηνικό alter ego μου!»

Είστε στο τιμόνι του  Από Μηχανής Θεάτρου με την Άννα Ελεφάντη.  Πώς βιώσε και βιώνει  ένα θέατρο ρεπερτορίου την COVID-19; Κι, αλήθεια, το «ουδέν κακόν αμιγές καλού», έχει κάποια εφαρμογή σε όλη αυτή την κατάσταση;

«Για εμάς τους ανθρώπους του θεάτρου, μιας τέχνης που εξ’ ορισμού αναζητά τη σωματική επαφή και την εγγύτητα, η πληγή που προκάλεσε η πανδημία ήταν και παραμένει βαθιά. Σε αυτήν την εξαιρετικά για τη δουλειά μας εχθρική συνθήκη, με ηθοποιούς πάνω από δύο χρόνια σε ανεργία, με παραστάσεις να κατεβαίνουν η μία μετά την άλλη, με την καθημερινή αγωνία ότι μια παράσταση ίσως να διακοπεί καθώς κάποιο μέλος του θιάσου έχει νοσήσει και, προπαντός, με τον φόβο του κόσμου να προσέλθει στα θέατρα, καθώς η διασπορά της μετάλλαξης Όμικρον κινείται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, δεν υπάρχουν πολλές επιλογές: ή διακόπτεις οριστικά έως την επιστροφή στην κανονικότητα ή προσπαθείς να συνεχίσεις. Τόσο για εμένα όσο και για την Άννα Ελεφάντη, πρωτίστως και οι δύο καλλιτέχνες, το να “μείνουμε σπίτι ασφαλείς” θα ήταν μια απόφαση που θα μας στερούσε το ίδιο μας το οξυγόνο· επιλέξαμε, επομένως, να συνεχίσουμε ενεργοί, εφαρμόζοντας με το ίδιο πάθος και σκληρή δουλειά το καλλιτεχνικό μας όραμα. Αν ένα “καλό” σίγουρα κρατώ από τη δεινή αυτή συνθήκη,  ήταν ότι η αναγκαστική απόσταση που μας επέβαλε η πανδημία επέφερε και μια ενδοσκόπηση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν το ελληνικό MeToo που ήρθε να κατεδαφίσει την ομερτά της μέχρι πρότινος σιωπής».

Μιλώντας για το ελληνικό MeToo, θα μας πείτε και κάποια σκέψη σας  για  όσα δυσάρεστα έχουν οδηγηθεί στην κρίση  της δικαιοσύνης,  με πρωταγωνιστές γνωστούς καλλιτέχνες;
«Το θέατρο σαν άλλος Οιδίποδας, έβγαλε τα μάτια του και είδε. Κι ακριβώς επειδή είναι εκ φύσεως Τέχνη αποκαλυπτική, μέσα από το θέατρο είδε και όλη η κοινωνία τις παθογένειές της. Έσπασε η ομερτά της σιωπής κι αυτό είναι σπουδαίο· εκεί πρέπει να επικεντρωθούμε. Από εκεί κι έπειτα, όλα τα υπόλοιπα θα πάρουν τον δρόμο της δικαιοσύνης».

Θα μοιραστείτε μαζί μας μια από τις ξεχωριστές εικόνες  της  πλούσιας καλλιτεχνικής σας διαδρομής;

«Ξεχωριστή στιγμή υπήρξε η συμμετοχή στο Melikhovskaya Vesna (Spring in Melikhovo) International Theatre Festival, ένα ιδιαίτερα σημαντικό Φεστιβάλ της Ρωσίας που διοργανώνεται υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού της χώρας και θέμα έχει αποκλειστικά το έργο του Α.Π. Τσέχωφ, με την παράσταση “Τρεις αδελφές” που σκηνοθέτησα, η οποία κέρδισε εξαιρετικές κριτικές και είχε την ευκαιρία να παρουσιαστεί στο περιβάλλον που έζησε κι έγραψε ο ίδιος ο Τσέχωφ!»

Κι ένα μελλοντικό σας σχέδιο;

«Πολλά, πολλά ταξίδια είτε σε τόπους υπαρκτούς είτε σε τόπους που η Τέχνη θα με οδηγήσει».

Μια χρήσιμη συμβουλή που σας έχουν δώσει;

«Δεν ξεχνώ μια σοφή κουβέντα του Κώστα Καζάκου: το θέατρο θέλει σκληρή δουλειά και γερό στομάχι».

Χαρακτηριστικά που εκτιμάτε ιδιαίτερα στους άλλους;

«Η αναγνώριση του λάθους, το πάθος της δοκιμής, το θάρρος της έκθεσης».

Και κάποια που σας απωθούν;

«Η αμέτοχη συμφιλίωση με την ακινησία».

Κάτι που αγαπάτε στη χώρα μας;

«Αγαπώ το φως της. Και το δαιμόνιο των ανθρώπων της».

Και κάτι που θα αλλάζατε σε αυτήν, αμέσως, αν ήταν εφικτό;

«Την αντίληψη ότι ο τόπος μάς ανήκει, δεν του ανήκουμε».

Ένα βιβλίο που διαβάσατε τελευταία και σας άρεσε;

«Το “Όπου κι αν πας να μη χαθείς”, φυσικά, του Νίκου Σκορίνη. Κι ακριβώς επειδή μου άρεσε πολύ, αποφάσισα να το μεταφέρω επί σκηνής, δεν θα γινότανε αλλιώς!»

Κι ένα που θα θέλατε να διαβάσετε ξανά;

«Δύσκολη ερώτηση…Το “Μαιτρ και Μαργαρίτα” του Μιχαήλ Μπουλγκάγκοφ».

Συντελεστές
Κείμενο: Νίκος Σκορίνης, Σκηνοθεσία-διασκευή: Δημήτρης Μυλωνάς, Δραματουργική επεξεργασία: Άννα Ελεφάντη, Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης, Επιμέλεια κίνησης: Ειρήνη Κυρμιζάκη, Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου, Trailer: Στέφανος Κοσμίδης, Κατασκευή σκηνικού: Γκέντι Κούση, Γραφιστικά: beelieve.gr, Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Μάζη

Ερμηνεύουν: Δημήτρης Λιακόπουλος, Κωνσταντίνα Κλαψινού, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Τόνια Μαράκη, Δημήτρης Μπούρας, Κώστας Κουτρούλης

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]