Skip to main content

Χαλκιδική: Ανοίγει έπειτα από πέντε χρόνια το σπήλαιο των Πετραλώνων

Η απολύμανση, η διαπλάτυνση του διαδρόμου και το διάσημο κρανίο των Πετραλώνων

Κοινό μυστικό στους κατοίκους των Πετραλώνων Χαλκιδικής ήταν επί δεκαετίες το γεγονός ότι, κοντά στο χωριό τους, στους πρόποδες του βουνού Κατσίκα, υπήρχε μια στενή τρύπα απ΄ όπου ακούγονταν ήχος σαν νερό που τρέχει. Τελικά, τον Μάιο του 1959, δύο νέοι του χωριού κατέβηκαν με σχοινιά και ανακάλυψαν μια σπηλιά ενώ λίγο αργότερα, κάτοικοι άνοιξαν μια μικρή είσοδο απ΄ όπου μπορούσαν να μπαίνουν με ευκολία, κρατώντας φανάρια και κεριά για να φωτίσουν το απόλυτο σκοτάδι που κυριαρχούσε. Όταν δε ανασύρθηκαν τα πρώτα απολιθώματα και ιδιαίτερα ένα σχεδόν άθικτο ανθρώπινο κρανίο, το σπήλαιο των Πετραλώνων, «φωτίστηκε» μετά από χιλιάδες χρόνια! Πλέον όμως, απολαμβάνει και ένα γενναίο λίφτινγκ που ολοκληρώθηκε πριν από λίγες μέρες αφού κράτησε κλειστές τις πύλες του σπηλαίου επί 5 χρόνια.

Επισκέψιμο για το κοινό είναι και πάλι, από τις 28 Φεβρουαρίου, το σπήλαιο Πετραλώνων ενώ την επίσημη έναρξη λειτουργίας του αναμένεται να κάνει σε λίγες μέρες η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. Σημειώνεται ότι οι εργασίες ξεκίνησαν το 2019 στο πλαίσιο του έργου «Ανάδειξη του σπηλαίου Πετραλώνων και αναβάθμιση των υποδομών του», προϋπολογισμού περίπου ενός εκατομμυρίου ευρώ, ενταγμένο στο ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας – ΕΣΠΑ 2014-2020.

Με έκταση περίπου 10.000 τ.μ. αλλά προσβάσιμο στο 10% με 20%, το σπήλαιο Πετραλώνων εκτιμάται ότι σχηματίστηκε πριν από ένα και πλέον εκατομμύρια χρόνια και αποτέλεσε έναν χώρο όπου κατέφευγαν τροφοκυνηγοί αλλά και άγρια ζώα, λιοντάρια, αρκούδες και πολλές ύαινες, όπως μαρτυρά η πλειονότητα των απολιθωμάτων που βρέθηκαν. Εντυπωσιακή είναι η μεγάλη «σάλα» του, γνωστή ως «Σπήλαιο των κόκκινων πετρών» γιατί επικρατεί το κόκκινο από τα οξείδια του σιδήρου. Στο πλαίσιο των εργασιών, έγινε ειδική μέριμνα για τον φωτισμό, με πολλές ώρες δοκιμών και τοποθέτηση led.

Στη δυτική πλευρά της Χαλκιδικής, περίπου ένα χιλιόμετρο από το χωριό Πετράλωνα στους πρόποδες του όρους Κατσίκα, βρίσκεται το σπήλαιο Πετραλώνων ένα από τα σημαντικότερα σπήλαια της Ελλάδας, το δεύτερο σε επισκεψιμότητα αρχαίο μνημείο της Βόρειας Ελλάδας. Χαρακτηρίζεται από μοναδικό σπηλαιολογικό, ανθρωπολογικό, παλαιοντολογικό και αρχαιολογικό πλούτο. Ο σταλακτιτικός του διάκοσμος είναι εντυπωσιακός και η επιστημονική του σημασία είναι διεθνώς γνωστή. Εκεί ανακαλύφθηκε ένα από τα αρχαιότερα και καλύτερα διατηρημένα ανθρώπινα κρανία στην Ευρώπη, καθώς και λίθινα εργαλεία της Παλαιολιθικής Εποχής, και πλούσια απολιθωμένη πανίδα.

Στη φωτογραφία που δόθηκε στη δημοσιότητα την Κυριακή 17 Μαρτίου 2024 εικονίζεται εσωτερική άποψη του σπηλαίου των Πετραλώνων στη Χαλκιδική, μετά την ανακαίνισή του, Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024. Με έκταση περίπου 10.000 τ.μ., αλλά προσβάσιμο στο 10% με 20%, το σπήλαιο Πετραλώνων εκτιμάται ότι σχηματίστηκε πριν από ένα και πλέον εκατομμύρια χρόνια και αποτέλεσε έναν χώρο όπου κατέφευγαν τροφοκυνηγοί αλλά και άγρια ζώα, λιοντάρια, αρκούδες και πολλές ύαινες, όπως μαρτυρά η πλειονότητα των απολιθωμάτων που βρέθηκαν. Εντυπωσιακή είναι η μεγάλη «σάλα» του, γνωστή ως «Σπήλαιο των κόκκινων πετρών» γιατί επικρατεί το κόκκινο από τα οξείδια του σιδήρου. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ

Αρχαιολογία

Το σπήλαιο ανακάλυψε ο Φίλιππος Χαντζαρίδης στις 10 Μαΐου του 1959 και έγινε γνωστό για τα παλαιοντολογικά και παλαιοανθρωπολογικά του ευρήματα ήδη από το 1960, μετά την τυχαία ανακάλυψη στο σπήλαιο από τον κάτοικο των Πετραλώνων Χ. Σαρηγιαννίδη, του περίφημου απολιθωμένου ανθρώπινου κρανίου. Η αξία του ευρήματος και η μοναδικότητά του έδωσαν αφορμή σε μια σειρά εργασιών μέσα και έξω από το σπήλαιο. Εξερεύνηση και χαρτογράφηση του σπηλαίου έγινε το 1962 από την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, με επικεφαλής τους σπηλαιολόγους Άννα Πετροχείλου και Γιάννη Ιωάννου. Στη συνέχεια, από το 1968 και εξής, πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός, αρχικά εκ μέρους της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας και στη συνέχεια ως πρόεδρος της Ανθρωπολογικής Εταιρείας Ελλάδος.

Η έρευνα στο σπήλαιο συνεχίζεται σήμερα από την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας, με σύγχρονες μεθόδους και λεπτομερή τεκμηρίωση, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση της ιστορίας του σπηλαίου και της χρήσης του από τα ζώα και τον άνθρωπο.

Στο Σπήλαιο Πετραλώνων βρέθηκαν μόνο λίθινα εργαλεία, κατασκευασμένα κυρίως από χαλαζία και βωξίτη, κοντά στην αρχαία είσοδο του σπηλαίου. Τα εργαλεία αυτά κατασκευάστηκαν και χρησιμοποιούνταν από τους παλαιολιθικούς ανθρώπους κυρίως για την επεξεργασία της τροφής τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, κατακερματισμένα οστά ζώων που βρέθηκαν κοντά ή δίπλα στα λίθινα εργαλεία φέρουν εμφανή ίχνη κοπής και θραύσης, ως αποτέλεσμα της σφαγής και του τεμαχισμού των ζώων από τον άνθρωπο, με τη χρήση των εργαλείων αυτών. Τα ευρήματα αυτά αποτελούν μια από τις πρώτες μαρτυρίες κατοίκησης του ελληνικού γεωγραφικού χώρου.

Το κρανίο των Πετραλώνων

Ανακαλύφθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1960 στο βουνό Κατσίκα Πετραλώνων, από τον Χρήστο Σαρηγιαννίδη (εφημ. “Μακεδονία” 18-9-1960), μέσα στο ασβεστολιθικό σπήλαιο κολλημένο και καλυμμένο από έναν σταλαγμίτη 23 εκ. πάνω από το έδαφος.

Τρισδιάστατη ψηφιακή αποτύπωση του ανθρώπινου κρανίου των Πετραλώνων

Από παλαιοανθρωπολογικής άποψης πρόκειται για εύρημα υψηλής πληρότητας, ένα από τα πιο πλήρη και καλύτερα διατηρημένα ανθρώπινα απολιθωμένα κρανία, από το οποίο λείπει μόνο ένα μέρος της εμπρόσθιας οδοντοστοιχίας. Δεν υπάρχει ωστόσο ομοφωνία των ειδικών για την χρονολόγησή του και για την αξιολόγησή του. Το κρανίο των Πετραλώνων κατατάσσεται ταξινομικώς στο είδος Homo heidelbergensis, ένα είδος του Μέσου Πλειστοκαίνου, που πιθανότατα αποτέλεσε τον κοινό πρόγονο του Ανθρώπου του Νεάντερταλ (Homo neanderthalensis) και του Σύγχρονου Ανθρώπου (Homo sapiens).

Η χρονολόγηση του κρανίου έχει επιχειρηθεί με διάφορες φυσικές μεθόδους, παραμένει παρ΄ όλα αυτά ακόμη ανακριβής. Οι πλέον αξιόπιστες ηλικίες που έχουν δημοσιευτεί κυμαίνονται από 550.000 έως 650.000 έτη πριν από σήμερα. Η μορφολογία του κρανίου δείχνει, ωστόσο, ότι θα μπορούσε να είναι και παλαιότερο, ίσως 700.000–800.000 ετών.