Το πρώτο μυθιστόρημα του Τζέφρυ Ευγενίδη «Αυτόχειρες παρθένοι» επανεκδίδεται από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου.
Σ’ ένα ήσυχο προάστιο του Ντιτρόιτ, οι πέντε αδελφές Λίσμπον –«… ήταν δεκατριών (η Σεσίλια), δεκατεσσάρων (η Λουξ), δεκαπέντε (η Μπόννι), δεκάξι (η Μέρυ) και δεκαεφτά (η Τερέζ)»-, ωραίες, εκκεντρικές, αυτοκτονούν η μία μετά την άλλη μέσα σε διάστημα ενός χρόνου. Τα αγόρια της γειτονιάς τις παρακολουθούν από μακριά, αποσβολωμένα, και συναρμολογούν σιγά σιγά το μυστήριο της μοιραίας μελαγχολίας της οικογένειας.
«Το πρωί που η τελευταία κόρη των Λίσμπον πήρε σειρά στις αυτοκτονίες –αυτή τη φορά ήταν η Μέρυ, με υπνωτικά χάπια, όπως η Τερέζ-, οι δύο διασώστες κατέφθασαν στο σπίτι γνωρίζοντας ακριβώς πού βρισκόταν το συρτάρι με τα μαχαίρια, ο φούρνος του γκαζιού και το δοκάρι στο υπόγειο, απ’ όπου ήταν δυνατό να δέσει κανείς ένα σκοινί. Βγήκαν από το ασθενοφόρο, κινούμενοι ως συνήθως, κατά τη γνώμη μας υπερβολικά αργά, και ο ένας, ο χοντρός, είπε ψιθυριστά: “Εδώ δεν είναι τηλεόραση, παίδες, εδώ είναι πόσο γρήγορα μπορούμε να κάνουμε”. Κουβαλούσε τη βαριά μονάδα οξυγόνου και ηλεκτρικής ανάταξης της καρδιάς ανάμεσα από τους θάμνους που είχαν ψηλώσει τερατωδώς, και πάνω από το θεριεμένο γρασίδι, πειθαρχημένο και αψεγάδιαστο δεκατρείς μήνες πριν, όταν άρχισε το κακό.
Η Σεσίλια, η μικρότερη, μόλις δεκατριών, είχε ξεκινήσει πρώτη, κόβοντας τις φλέβες των καρπών της, σαν τους Στωικούς, ενώ έκανε το μπάνιο της, κι όταν τη βρήκαν, να επιπλέει μέσα στη ροζ πισίνα της, με μάτια κίτρινα ανθρώπου δαιμονισμένου και το μικρό της σώμα να αναδίδει μυρωδιά ώριμης γυναίκας, οι διασώστες τόσο τρόμαξαν με την ηρεμία της, που έμειναν αποσβολωμένοι. […] Όταν οι διασώστες ικανοποιήθηκαν που είχαν ελαττώσει την αιμορραγία σε λίγες στάλες, τοποθέτησαν τη Σεσίλια σ’ ένα φορείο και τη μετέφεραν στο ασθενοφόρο, στο δρομάκι έξω από το σπίτι. Ήταν σαν μικροσκοπική Κλεοπάτρα πάνω σε φορητό αυτοκρατορικό ανάκλιντρο».
Σε αυτό το υπνωτιστικό και αλησμόνητο μυθιστόρημα εφηβικών ερώτων, αγωνίας και θανάτου, ο Τζέφρυ Ευγενίδης ανατέμνει τις συγκινήσεις της νεότητας με εφιαλτική ευαισθησία και σκοτεινό χιούμορ και δημιουργεί μια ιστορία ενηλικίωσης που δε μοιάζει με καμία άλλη.
Μεταφερμένες στη μεγάλη οθόνη από τη Σοφία Κόππολα, σε μια ταινία την οποία επαίνεσαν όλοι οι κριτικοί, οι «Αυτόχειρες παρθένοι», που πρωτοκυκλοφόρησαν το 1993, είναι ένα σύγχρονο αριστούργημα, ένα λυρικό και άχρονο παραμύθι έρωτα, σεξ και αυτοκτονίας, που μεταμορφώνει και μυθοποιεί τη μεσοαστική ζωή της Αμερικής των προαστίων.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]