Το μυθιστόρημα «Όταν ήμαστε ορφανοί» του νομπελίστα Καζούο Ισιγκούρο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Αργυρώς Μαντόγλου.
Γεννημένος στη Σαγκάη στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο Κρίστοφερ Μπανκς μένει ορφανός στην ηλικία των εννέα χρόνων, όταν εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο οι γονείς του. Τώρα, περισσότερο από είκοσι χρόνια μετά, είναι διάσημος ντετέκτιβ.
«Ωστόσο, παρά τις προφυλάξεις μου, μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου τουλάχιστον δύο περιστάσεις στο σχολείο που φανερώνουν πως πρέπει, περιστασιακά τουλάχιστον, να είχα χάσει τον έλεγχο σε σημείο που επέτρεψα να σχηματίσουν οι άλλοι κάποια ιδέα για τις φιλοδοξίες μου. Τότε δεν ήμουν ακόμη σε θέση να εξηγήσω εκείνα τα περιστατικά, αλλά ούτε και σήμερα είναι δυνατό να το κάνω. Το πρώτο προέκυψε στα δέκατα τέταρτα γενέθλιά μου. Οι δυο καλύτεροι φίλοι μου εκείνη την εποχή, ο Ρόμπερτ Θόρντον-Μπράουν και ο Ράσελ Στάντον, με είχαν πάει σε μια τσαγερία στο χωριό και το διασκεδάζαμε με βουτήματα και πάστες. […] Δε θυμάμαι και πολλά από όσα λέγαμε εκείνη τη μέρα, αλλά μόλις χορτάσαμε, οι δυο φίλοι μου αντάλλαξαν βλέμματα, και ο Θόρντον-Μπράουν έσκυψε πάνω από τη σάκα του και μου παρουσίασε ένα δώρο τυλιγμένο σε πακέτο. Μόλις άρχισα να το ξετυλίγω, διαπίστωσα ευθύς πως το πακέτο είχε τυλιχτεί με πολλά χαρτιά και οι φίλοι μου γελούσαν ηχηρά κάθε φορά που αφαιρούσα ένα από αυτά. Όλα έδειχναν πως στο τέλος θα έβρισκα κάτι αστείο. Αυτό που τελικά εμφανίστηκε ήταν μια φθαρμένη δερμάτινη κασετίνα, και όταν άνοιξα τη μικρή αγκράφα και σήκωσα το καπάκι, υπήρχε μέσα ένας μεγεθυντικός φακός. Τον έχω ακόμη εδώ μπροστά μου. Η εμφάνισή του έχει αλλάξει λιγάκι μέσα στα χρόνια· εκείνο το απόγευμα ήταν ήδη αρκετά χρησιμοποιημένος. Θυμάμαι πως το πρόσεξα αυτό, καθώς και το ότι ήταν αναπάντεχα βαρύς, και πως η λαβή από ελεφαντόδοντο ήταν φαγωμένη σε ολόκληρη τη μια πλευρά. Πολύ αργότερα πρόσεξα –χρειάζεται να διαθέτει κανείς και έναν δεύτερο φακό για να διαβάσει το σκάλισμα– πως είχε κατασκευαστεί στη Ζυρίχη το 1887. Η πρώτη αντίδρασή μου σε αυτό το δώρο ήταν ο μεγάλος ενθουσιασμός. Τον σήκωσα ψηλά, παραμερίζοντας τους σωρούς από τα χαρτιά περιτυλίγματος που κάλυπταν την επιφάνεια του τραπεζιού –υποψιάζομαι πως μέσα στον ενθουσιασμό μου έριξα μερικά χαρτιά στο πάτωμα– και άρχισα αμέσως να τον δοκιμάζω σε κάποιους λεκέδες από βούτυρο που υπήρχαν στο τραπεζομάντιλο. Είχα απορροφηθεί τόσο πολύ, που δεν είχα καν αντιληφθεί τους φίλους μου που γελούσαν δυνατά εις βάρος μου. Μόλις σήκωσα το κεφάλι, έχοντας επιτέλους καταλάβει κάτι, είχαν όλοι βυθιστεί σε μια αμήχανη σιωπή. Τότε ήταν που ο Θόρντον-Μπράουν άφησε ένα κοροϊδευτικό γελάκι και είπε: “Σκεφτήκαμε πως, εφόσον σκοπεύεις να γίνεις ντετέκτιβ, θα χρειαστείς έναν τέτοιο φακό”. Κατάφερα τότε να ανακτήσω την ψυχραιμία μου και προσποιήθηκα πως όλο αυτό ήταν ένα διασκεδαστικό χωρατό. Αλλά νομίζω πως και οι δυο μου φίλοι είχαν κάπως μπερδευτεί ως προς τις προθέσεις τους, και για όση ώρα παραμείναμε στην τσαγερία, δεν καταφέραμε να αποκτήσουμε την προηγούμενη αλέγρα διάθεσή μας.
Όπως ήδη είπα, έχω τον μεγεθυντικό φακό τώρα εδώ μπροστά μου. Τον χρησιμοποίησα όταν ερευνούσα την υπόθεση Μάνερινγκ· τον χρησιμοποίησα ξανά, πιο πρόσφατα, στην έρευνα της υπόθεσης Τρέβορ Ρίτσαρντσον. Ένας μεγεθυντικός φακός μπορεί να μη θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό μέρος του εξοπλισμού, παρ’ όλα αυτά παραμένει ένα χρήσιμο εργαλείο για τη συγκέντρωση κάποιων αποδεικτικών στοιχείων, και νομίζω πως για αρκετό καιρό ακόμη θα παίρνω μαζί μου αυτό το δώρο γενεθλίων από τον Ρόμπερτ Θόρντον-Μπράουν και τον Ράσελ Στάντον. […] Το δεύτερο περιστατικό που μου έρχεται στον νου προέκυψε λίγα χρόνια αργότερα –στην έκτη τάξη– αλλά δε θυμάμαι καλά όλες τις λεπτομέρειες. Στην πραγματικότητα δε θυμάμαι καθόλου τι είχε προηγηθεί και τι ακολούθησε μετά το συγκεκριμένο περιστατικό. Αυτό που κρατάω είναι την ανάμνηση της εισόδου μου στην τάξη –Αίθουσα 15 στο Παλιό Κτίριο– όταν οι αχτίδες του ήλιου περνούσαν μέσα από τα στενά βιτρό παράθυρα, αποκαλύπτοντας τη σκόνη που αιωρούνταν στον αέρα. Ο δάσκαλος δεν είχε φθάσει ακόμη, αλλά εγώ πρέπει να είχα πάει ελαφρώς αργοπορημένος, καθώς θυμάμαι να βρίσκω τους συμμαθητές μου ήδη καθισμένους σε πηγαδάκια πάνω στα θρανία, στους πάγκους και στα περβάζια των παραθύρων.
Ετοιμαζόμουν να πάω κοντά σε μια παρέα πέντε ή έξι αγοριών, όταν απέστρεψαν τα πρόσωπά τους και αμέσως διαπίστωσα πως συζητούσαν για εμένα. Ύστερα, πριν προλάβω να πω το παραμικρό, ένας από μια παρέα, ο Ρότζερ Μπρένθαρστ, έδειξε προς το μέρος μου και σχολίασε: “Σίγουρα είναι πολύ κοντός για να γίνει Σέρλοκ”. Κάποιοι γέλασαν, όχι ιδιαίτερα κακόβουλα, και απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, αυτό ήταν όλο. Δεν άκουσα να γίνονται άλλες συζητήσεις σχετικά με τη φιλοδοξία μου να γίνω “Σέρλοκ”, αλλά για ένα διάστημα είχα μια μικρή έννοια για το μυστικό μου που είχε αποκαλυφθεί και πως πίσω από την πλάτη μου είχα γίνει αντικείμενο συζήτησης».
Oι υποθέσεις που λύνει, σήμερα, o Μπανκς μαγνητίζουν πάντα τη λονδρέζικη κοινωνία. Κι όμως, παρά την εμπειρία και την ικανότητά του, δεν έχει καταφέρει να ρίξει φως στις συνθήκες των υποτιθέμενων απαγωγών των γονιών του. Για τον λόγο αυτόν, ταξιδεύει στη λαβυρινθώδη πόλη των παιδικών του χρόνων, με την ελπίδα να λύσει το μυστήριο του επώδυνου παρελθόντος του. Εκεί, όμως, ανακαλύπτει ότι ο πόλεμος καταστρέφει ανελέητα τη Σαγκάη και συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί πλέον να εμπιστευτεί ούτε τις αναμνήσεις του ούτε τους ανθρώπους γύρω του.
Ένα βιβλίο για τη μνήμη και το παρελθόν, με τη μοναδική γραφή του κορυφαίου Βρετανού δημιουργού.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]