Πρωταγωνίστρια σε μια ιστορία, όπου πρίγκιπες και πριγκίπισσες είναι και λίγο «βρωμόπαιδα», λασπωμένα ζωάκια έχουν πολύ «ανθρώπινα» στοιχεία στον χαρακτήρα τους, μεγάλοι φέρονται σαν παιδάκια και «παιδιά» ωριμάζουν, η σοπράνο Βάσια Ζαχαροπούλου μάς μιλά για την όπερα «Προσοχή! Ο πρίγκιπας λερώνει».
Σαν ένα ανατρεπτικό παραμύθι, όπου όλα είναι λίγο «πειραγμένα» και τίποτα δεν «είναι» όπως «φαίνεται» στην αρχή, και με στόχο όχι να δώσει απαντήσεις, αλλά να γεννήσει ερωτήματα, η όπερα του Νίκου Κυπουργού, σε λιμπρέτο και σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου, μετά τη μεγάλη της επιτυχία, παρουσιάζεται από την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ), για δεύτερη χρονιά, στο θέατρο Ολύμπια.
Ως μια αλαζονική και κακομαθημένη πριγκίπισσα, που μεγαλώνει σε ένα υπερβολικά προστατευμένο περιβάλλον και δεν της επιτρέπεται ποτέ να βγει στον έξω κόσμο και να έχει επαφή με οτιδήποτε ζωντανό, η Βάσια Ζαχαροπούλου μιλά για την παράσταση, για τον δύσκολο δρόμο των λυρικών τραγουδιστών και για την πορεία της.
Πού βασίζεται αυτή η ανατρεπτική όπερα – παραμύθι και σε τι διαφοροποιείται από το πρωτότυπο;
Βασίζεται στο δημοφιλές παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, “Ο πρίγκιπας χοιροβοσκός”. Ο μύθος είναι ο ίδιος, με κάποιες μικροδιαφορές, όπως, για παράδειγμα, η απουσία της ακολούθου στο πρωτότυπο. Ωστόσο, αξιοσημείωτη είναι η διαφοροποίηση των κινήτρων των ηρώων και, ως εκ τούτου, ο τρόπος που αυτοί δρουν.
Από τι χαρακτηρίζεται ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα;
Από ρεαλισμό. Είναι ένα παραμύθι, που δεν έχει το κλασικό happy end, σύμφωνα με το οποίο ο πρίγκιπας παντρεύεται την πριγκίπισσα και ζουν ευτυχισμένοι στο βασίλειό τους. Αντίθετα, ο γυάλινος κόσμος του βασιλείου “λερώνεται”, η πριγκίπισσα καταλήγει στις λάσπες του χοιροστασίου και ο πρίγκιπας φεύγει με την ακόλουθό της! Σίγουρα, είναι ένα μη αναμενόμενο φινάλε, πόσο μάλλον για τα παιδιά που έχουν γαλουχηθεί σε στερεοτυπικά “ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, καθιστά αυτή την ιστορία πιο ρεαλιστική, πιο χειροπιαστή.
Ποιοι είναι οι ήρωές της και πώς εκτυλίσσεται η ιστορία τους;
Στην παράσταση, παρουσιάζονται δύο φαινομενικά αντιφατικοί κόσμοι: ο “γυάλινος” αποστειρωμένος κόσμος του παλατιού, μέσα στον οποίο βρίσκονται ο βασιλιάς, η πριγκίπισσα και οι ακόλουθοι, και, από την άλλη, ο βρώμικος έξω κόσμος των γουρουνιών, στον οποίο τα τρία γουρουνάκια κυλιούνται στις λάσπες του χοιροστασίου. Η ιστορία ξεκινάει με τα γουρουνάκια – αφηγητές, που σχολιάζουν σαρκαστικά και επιδοκιμάζουν διαρκώς τις – ακατανόητες γι’ αυτά – ανθρώπινες συνήθειες και συμπεριφορές, με πρώτο τους “θύμα” τον πρίγκιπα, ο οποίος μάς συστήνεται ως ένας ευαίσθητος χαρακτήρας, που ερωτεύτηκε την κόρη του βασιλιά, χωρίς καλά καλά να την έχει δει. Προσπαθεί, με πολύτιμα – μα όχι ακριβά – δώρα, να την κερδίσει, χωρίς, όμως, να γνωρίζει ότι εκείνη είναι εντελώς αλλιώτικη από ό,τι τη φαντάζεται. Η πριγκίπισσα δεν φαίνεται να εκτιμά τα δώρα του, τα απορρίπτει και τον περιφρονεί. Ο θαυμασμός του μετατρέπεται σε απογοήτευση και η απογοήτευση σε εκδίκηση. Μεταμφιέζεται σε χοιροβοσκό και παρουσιάζεται στον αυτοκράτορα ως ανασχηματιστής του χοιροστασίου του. Και, τότε, αρχίζουν όλα.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της πριγκίπισσας, την οποία ενσαρκώνετε;
Η πριγκίπισσα είναι αλαζονική και κακομαθημένη. Μεγαλώνει σε ένα υπερβολικά προστατευμένο περιβάλλον, όπου, ναι μεν ο βασιλιάς πατέρας της τής παρέχει τα πάντα, όμως δεν της επιτρέπει ποτέ να βγει στον έξω κόσμο και να έχει επαφή με οτιδήποτε ζωντανό. Έτσι θεωρεί ότι θα προφυλάξει την κόρη του από τη στεναχώρια μιας ενδεχόμενης απώλειας. Αυτό την έχει κάνει νευρική και μόνιμα κακόκεφη. Έχει μάθει να εκτιμά μόνο τα τεχνουργήματα και να παίζει με τα κουρδιστά παιχνίδια της, που, όταν χαλάσουν, αντικαθίστανται άμεσα με ολοκαίνουργια και ωραιότερα. Είναι ένας “μη εμπλεκόμενος” χαρακτήρας σε όσα της συμβαίνουν, ωστόσο είναι και άμεσος. Δηλαδή, έχει μάθει να ζητάει δίχως φόβο και να απαιτεί οτιδήποτε επιθυμεί. Δεν διστάζει να συγκρουστεί ακόμη και με τον ίδιο της τον πατέρα, γιατί είναι περίεργη να δει πως είναι ο έξω κόσμος, έχει την επιθυμία να “λερωθεί”. Ακόμη και την ύστατη στιγμή που βρίσκεται βουτηγμένη στις λάσπες του χοιροστασίου, παρατημένη από τον πρίγκιπα και διωγμένη από τον πατέρα της, διατηρεί την ψυχραιμία της τόσο πολύ, που, ίσως, και να το απολαμβάνει, γιατί νιώθει, επιτέλους, ελεύθερη.
Στην Ελλάδα, πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος για τους λυρικούς τραγουδιστές;
Αρκετά δύσκολος. Υπάρχουν βασικές ελλείψεις, που υποβαθμίζουν τον συγκεκριμένο κλάδο σε σημείο αφανισμού. Δεν υπάρχει μουσική ακαδημία, υπάρχουν τα ωδεία, στα οποία, αν είναι κανείς τυχερός, θα πέσει σε καλούς καθηγητές φωνητικής. Αν όχι, θα σπαταλήσει κάμποσα χρόνια μάταια, μέχρι να αντιληφθεί ότι, τελικά, τα πράγματα είναι διαφορετικά από ό,τι του έλεγαν μέχρι τότε. Στη συνέχεια, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών, υπάρχει μεγάλη δυσκολία στην εύρεση εργασίας στην Ελλάδα. Η ύπαρξη ενός και μόνο λυρικού θεάτρου, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, καθιστά πολύ δύσκολη την απορρόφηση μονωδών. Η προσφορά είναι δυσανάλογη της ζήτησης, γεγονός απολύτως λογικό, μα και απολύτως θλιβερό ταυτόχρονα. Και όλα αυτά σε μία δύσκολη για όλους εποχή, που όσες φιλότιμες προσπάθειες και αν κάνει η ΕΛΣ και άλλοι φορείς, το πρόβλημα παραμένει μεγάλο. Αν κανείς φιλοδοξεί να βιοποριστεί από το επάγγελμα του λυρικού τραγουδιστή, θα πρέπει, νομίζω, να κάνει βήματα και στο εξωτερικό.
Ποια στιγμή της καλλιτεχνικής σας διαδρομής θεωρείτε καθοριστική για την εξέλιξη της καριέρας σας;
Πολύ σημαντική θεωρώ την περίοδο 2011 – 2013, που φοιτούσα στο Όπερα Στούντιο της ΕΛΣ, κατά την οποία εξελίχθηκα φωνητικά και σκηνικά. Είχα τόσο τη δυνατότητα να μελετήσω και να διευρύνω το ρεπερτόριό μου, όσο και την ευκαιρία να βρεθώ πολλές φορές πάνω στη σκηνή. Καθοριστική στιγμή υπήρξε και η πολύ πρόσφατη συμμετοχή μου στον 14ο Διεθνή Διαγωνισμό Όπερας “Marie Kraja” στα Τίρανα της Αλβανίας, από όπου επέστρεψα με το βραβείο καλύτερου τραγουδιού και με την ελπίδα ότι, από αυτήν την εμπειρία, θα προκύψει κάτι πολύ ενδιαφέρον.
Τι περιλαμβάνουν τα επόμενα σχέδιά σας;
Εκτός από τις παραστάσεις της παιδικής όπερας που θα τρέχουν καθ’ όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής περιόδου, συμμετέχω στην παραγωγή “Pimpinone”, μία μονόπρακτη όπερα του Georg Philipp Telemann, η οποία, σε συνεργασία της ΕΛΣ με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, θα παρουσιαστεί σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Επίσης, στις 27 Δεκεμβρίου, συμπράττω με την Καμεράτα, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, σε έργα γαλλικού μπαρόκ, σε διεύθυνση Γιώργου Πέτρου.
Ταυτότητα παράστασης
Μουσική: Νίκος Κυπουργός, ποιητικό κείμενο – σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος, την Ορχήστρα της Παιδικής Σκηνής της ΕΛΣ διευθύνουν οι: Γιώργος Αραβίδης και Χρύσανθος Αλισάφης, αναβίωση σκηνοθεσίας: Ξένια Θεμελή – Κωνσταντίνα Ψωμά, σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού, κοστούμια: Κλαίρ Μπρέισγουελ, επιμέλεια φωτισμών: Νικόλαος Ξύδης. Διανομή: Πρίγκιπας: Νίκος Στεφάνου – Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος – Ιωάννης Κάβουρας, Πριγκίπισσα: Βάσια Ζαχαροπούλου – Μαρία Μαυρομμάτη, Βασιλιάς: Κωστής Ρασιδάκης – Κωστής Μαυρογένης, Ακόλουθος: Θεοδώρα Μπάκα – Μιράντα Μακρυνιώτη – Αθηνά Καστρινάκη, Αυλικοί: Νίκη Χαζιράκη – Αικατερίνη Κρασσά – Λητώ Μεσσήνη – Μαριλένα Στριφτόμπολα, τρία γουρουνάκια: Μανώλης Λορέντζος – Αρκάδιος Ρακόπουλος – Βασίλης Κωστόπουλος – Αναστάσιος Στέλλας – Βασίλης Ασημακόπουλος – Αλέξανδρος Λούτας.
Πληροφορίες
Θέατρο Ολύμπια: Ακαδημίας 59 – 61, Αθήνα (στάση Μετρό: Πανεπιστήμιο), τηλ.: 210 3643725. Ημέρες και ώρες παρατάσεων: έως 8 Μαρτίου: πρωινές παραστάσεις, στις 11.00: 14, 15, 16, 18, 20, 21, 22, 23, 25, 27, 28 και 29 Ιανουαρίου, 1, 3, 8, 15, 17, 18, 19 και 20 Φεβρουαρίου και 5, 6 και 8 Μαρτίου, βραδινές παραστάσεις, στις 20.00: 24 και 30 Ιανουαρίου. Τιμές εισιτηρίων: 25, 20, 15, 10 ευρώ, θέσεις περιορισμένης ορατότητας: 12, 10, 7, 5 ευρώ, ειδικές προσφορές: για τις βραδινές παραστάσεις (εκτός της πρεμιέρας) θα διατεθούν 150 θέσεις για ανέργους, στην τιμή των 5 ευρώ. Προπώληση εισιτηρίων: ταμεία θεάτρου (Τρίτη – Κυριακή: 9.00 – 21.00, Δευτέρα: 9.00 – 16.00), τηλεφωνικά: 210 3662100, ομαδικά εισιτήρια: 210 3711342, ηλεκτρονικά: www.nationalopera.gr.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]