Ποιοι ήχοι σφυροκοπούσαν το μυαλό του Νίκου Καζαντζάκη, την ώρα που ο πατέρας του τον έβαζε να φιλήσει τα πόδια των κρεμασμένων αγωνιστών της Κρήτης;
Τι ιστορίες του έλεγε η μητέρα του, όταν κάθονταν οι δυο τους στην αυλή του σπιτιού τους στο Ηράκλειο; Σε τι ρυθμό δούλευε η φλεγόμενη φαντασία του μικρού αγοριού, ενώ συνέθετε βίους αγίων για να την εντυπωσιάσει; Ποια μελωδία τον πλημμύρησε όταν αντίκρισε για πρώτη φορά την Ελένη Σαμίου, αγάπη και «ασπίδα της ζωής του»; Τι μέταλλο είχε η φωνή του Ζορμπά που φώτισε τόσες αλήθειες στο μυαλό του νεαρού «καλαμαρά»;
Η μουσική του Μίνου Μάτσα στη ταινία του Γιάννη Σμαραγδή περικλείει όλους αυτούς τους ήχους και τα τραγούδια · τον παλμό της τολμηρής πένας ενός συγγραφέα που χάραξε νέους κόσμους, που πάσχισε να γευτεί τη ζωή, να αντισταθεί στον θάνατο, να δει τον κόσμο από το πιο ψηλό σημείο, να βουτήξει αποκαμωμένος και ελεύθερος στο κενό. Η μουσική της ταινίας αναδεικνύει την ιστορία που βλέπουμε επί της οθόνης, ενώ παράλληλα αφηγείται μιαν άλλη, λιγότερο ορατή.
Για μια ακόμη φορά, ο Μίνως Μάτσας επιστρατεύει εξαιρετικούς σολίστ και δημιουργεί για το σάουντρακ της ταινίας «Καζαντζάκης» ένα συναρπαστικό ηχητικό σύμπαν: H λύρα, το λαούτο, το ακορντεόν, το σαντούρι, το βιολί, τα κρουστά, σε συνδυασμό με τα όργανα της δυτικής ορχήστρας, συνθέτουν μια αφήγηση που βυθίζει τον ακροατή στον συναισθηματικό κόσμο ενός προικισμένου, παθιασμένου ανθρώπου, ο οποίος πάλεψε να βρει απαντήσεις στα πιο δύσκολα ερωτήματα.
Η οδύνη της αναζήτησης, η λαχτάρα του ανθρώπου να ζήσει όσα περισσότερα μπορεί, να φτάσει το ακατόρθωτο, γίνεται στο σάουντρακ ρυθμός που ξεσηκώνει το θυμικό. Άλλες στιγμές πάλι, γεμίζει γλυκύτητα η εικόνα, μαλακώνουν οι αγωνίες, το ταξίδι απλώνεται νωχελικά, οι γαζίες του πατρικού ανθίζουν, η μουσική ξεχύνεται να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους που συνάντησε ο Καζαντζάκης, όλα τα μέρη που επισκέφτηκε: τα σοκάκια που ερωτεύτηκε περιπλανώμενος έφηβος στην Κρήτη, τους «δαίμονες» που ξόρκισε στην έρημο του Σινά, τον επαναστατικό πυρετό που «κόλλησε» στη Μόσχα του 1927, την τελευταία πνοή που άφησε στο Φράιμπουργκ, το 1957.
Ο Καζαντζάκης γράφει για «την κατάρα να γεννηθεί κανείς σε μια ενδιαφέρουσα εποχή» λες και μιλάει για τα μελλούμενα. Γράφει για μια εποχή όπου οι παλιές αναγνωρισμένες αρετές χάνουν το κύρος τους και η γαλήνη, η χαρά, η λεγόμενη ευτυχία ανήκουν στο παρελθόν· όπου ο άνθρωπος αποσυντίθεται και η ανθρωπότητα μπαίνει στον Αστερισμό της Αγωνίας. Το φως και η αισιοδοξία, όμως, πλημμυρίζουν τελικά τον δρόμο του, επειδή πιστεύει στον Άνθρωπο που ανασυντάσσεται και ξαναγεννιέται. Η μουσική σύνθεση του Μίνου Μάτσα επικεντρώνεται ακριβώς σε αυτό το «φως», στο καρδιοχτύπι της ανηφόρας, στον μοναδικό ήχο που είχε αξία για τον Καζαντζάκη. «Ανάπαψη δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο αγώνας».