Από την έντυπη έκδοση
Περνώντας πια στη σφαίρα της αθανασίας μέσα από το σημαντικό του έργο, τις ιδέες και τη στάση ζωής του, που θα τον κρατούν πάντα ζωντανό στην καρδιά και τη μνήμη μας, ο Μίκης Θεοδωράκης, o κορυφαίος μας συνθέτης, έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών, στο σπίτι του, στη συμβολή των οδών Επιφανούς και Γαριβάλδη, κάτω από την Ακρόπολη.
Πάντρεψε το λαϊκό τραγούδι με την ποίηση, έκανε την ελληνική μουσική μόδα στο εξωτερικό και με τους αγώνες του αποτέλεσε το πρότυπο του ενεργού πολιτικοποιημένου καλλιτέχνη, ενώ άφησε παρακαταθήκη ένα σημαντικό μουσικό έργο, που αντανακλά τις αγωνίες, τις χαρές και τις απογοητεύσεις του ελληνισμού.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε μήνυμά του, αναφερόμενος στην απώλεια του τεράστιου μουσικοσυνθέτη, υπογράμμισε πως «η φωνή του σίγησε και μαζί του σίγησε και ολόκληρος ο Ελληνισμός». «Η Ρωμιοσύνη σήμερα κλαίει. Και γι’ αυτό και με απόφαση της κυβέρνησης κηρύσσεται τριήμερο εθνικό πένθος» επεσήμανε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός.
Λαϊκό προσκύνημα
Σύμφωνα με ανακοίνωση της οικογένειάς του, η σορός του μεγάλου Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη θα εκτεθεί σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών, από την ερχόμενη Τρίτη έως και την Πέμπτη.
Αναλυτικότερα, την Τρίτη 7/9, την Τετάρτη 8/9 από τις 10:00 έως τις 19:00 και την Πέμπτη από τις 10:00 έως τις 14:00. Στις 15:00 θα τελεστεί η εξόδιος ακολουθία στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών.
Τα πρώτα χρόνια
Κρητικός στην καταγωγή, ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου του 1925. Ο πατέρας του Γιώργος Θεοδωράκης, δικηγόρος και ανώτερος κρατικός υπάλληλος, υπέστη πολλές μεταθέσεις και διώξεις, επειδή ήταν βενιζελικός. Έτσι ο Μίκης πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας, γεγονός που τον βοήθησε να εξοικειωθεί με τα παραδοσιακά ακούσματα και τη μουσική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στο μεγαλύτερο μέρος της εφηβείας του έμεινε στην Τρίπολη. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά την «Ενάτη Συμφωνία» του Μπετόβεν και αποφάσισε να γίνει συνθέτης, εκεί ανακάλυψε την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και, σε ηλικία 17 ετών, έδωσε την πρώτη του συναυλία, παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή».
Το όραμα για την Ελλάδα
Πήρε μέρος στην Αντίσταση εναντίον των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943, συμμετείχε δυναμικά και, μάλιστα, είχε καταθέσει στεφάνι στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Συνελήφθη και βασανίστηκε από τις ιταλικές αρχές, αλλά κατόρθωσε να διαφύγει στην Αθήνα. Παρά την επιθυμία του πατέρα του να ακολουθήσει τη νομική επιστήμη, τον κέρδισε η μουσική. Στο σύντομο πέρασμά του από τη Νομική Σχολή, γνώρισε τον έρωτα της ζωής του, τη φοιτήτρια Ιατρικής Μυρτώ Αλτίνογλου, με την οποία μοιράστηκε τη ζωή του. Σύνθεση σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών. Είχε ήδη οργανωθεί στο ΕΑΜ και συμμετείχε στα ταραγμένα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση και αντέδρασε στη μετακατοχική επέμβαση των Άγγλων στην ελληνική πολιτική σκηνή. Στα Δεκεμβριανά τραυματίστηκε τόσο βαριά που είχε θεωρηθεί νεκρός. Την περίοδο του Εμφυλίου κρυβόταν σε διάφορα προάστια των Αθηνών. Εξορίστηκε πρώτα στην Ικαρία και μετά στη Μακρόνησο. Τότε ρίζωσε μέσα του το όραμα μιας ελεύθερης δημοκρατικής Ελλάδας, χωρίς διαιρέσεις. Η εξορία δεν τον εμπόδισε να γράφει μουσική. Έπειτα από μια επώδυνη στρατιωτική θητεία έφυγε με τη γυναίκα του, με υποτροφία, στο Παρίσι (1954-1959). Στο Conservatoire μελέτησε μουσική ανάλυση και, σταδιακά, άρχισε να αναγνωρίζεται διεθνώς το ταλέντο του στη συμφωνική μουσική.
Η επιστροφή στην πατρίδα
Η αναγνώριση δεν ήταν αρκετή για να τον κρατήσει στη Γαλλία. Όταν ο Γιάννης Ρίτσος του έστειλε τη θρυλική συλλογή ποιημάτων του «Επιτάφιος», ο Θεοδωράκης συνέθεσε το γνωστό αριστούργημά του και αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η Ελλάδα του 1960, με νωπές ακόμα τις πληγές του Εμφυλίου, παρέμενε βαθύτητα διχασμένη. Οι προσπάθειές του να επιτευχθεί συμφιλίωση προκαλούσαν αμηχανία στους συντρόφους του, αλλά και στους ιδεολογικούς αντιπάλους του.
Με το έργο του, δημιούργησε ένα νέο μουσικό ρεύμα, ίδρυσε τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και πραγματοποίησε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα. Παράλληλα, συνέχισε τους αγώνες του για τις δημοκρατικές ελευθερίες. Μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ηγήθηκε της Νεολαίας Λαμπράκη και εκλέχτηκε βουλευτής της ΕΔΑ. Ως μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου ταξίδεψε στην Κύπρο, για να συναντηθεί με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Το 1964 το όνειρό του για συμφιλίωση ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις του Εμφυλίου αποτυπώνεται στο κλασικό έργο του «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού». Όμως δέχτηκε πυρά απ’ όλο το πολιτικό φάσμα.
Θρήνησε μουσικά τον δολοφονημένο Σωτήρη Πέτρουλα και παρέστη ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη για τη δολοφονία Λαμπράκη. Οι επεμβάσεις του Παλατιού, που προσπαθούσε να μεθοδεύσει τη διάλυση της Νεολαίας Λαμπράκη, προκάλεσαν την αντίδρασή του.
Αντιδικτατορική οργάνωση
Το 1966 προέβλεψε την επικείμενη δικτατορία. Η Χούντα του 1967 τον οδήγησε ξανά στην παρανομία, καθώς ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην πρώτη αντιδικτατορική οργάνωση. Το έργο του απαγορεύτηκε από το καθεστώς, αλλά αγκαλιάστηκε κρυφά από τη νεολαία. Τον Αύγουστο του 1967 συνελήφθη και έπειτα από βασανιστήρια, απομόνωση και απεργίες πείνας μεταφέρθηκε βαριά άρρωστος στο νοσοκομείο των φυλακών Αβέρωφ. Στη συνέχεια καταδικάστηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό με την οικογένειά του, στην απομονωμένη Ζάτουνα. Η επιστροφή του στη Φυλακή του Ωρωπού επιδείνωσε την κλονισμένη του υγεία και ξεσηκώθηκε διεθνής κατακραυγή. Η Ακαδημία Τεχνών στο Βερολίνο έστειλε επιστολές διαμαρτυρίας, ενώ προσωπικότητες όπως οι Ιγκόρ Στραβίνσκι, Άρθουρ Μίλερ, Άρθουρ Σλέσιντζερ, Ιβ Μοντάν κ.ά. οργάνωσαν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Υπό την πίεση της κοινής γνώμης, απελευθερώνεται και αυτοεξορίζεται στο Παρίσι.
Υποστηρικτής καταπιεσμένων
Στο εξωτερικό προσπαθεί να διατηρήσει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, υπονομεύοντας την προπαγάνδα της Χούντας. Συναντιέται με αρχηγούς κρατών και προσωπικότητες και συνδυάζει την πολιτική δράση με τις περιοδείες του σε ευρωπαϊκές χώρες. Οι λαϊκές συναυλίες του έγιναν σύμβολα ελευθερίας και αφορμή για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους και άλλοι καταπιεσμένοι λαοί. Μάλιστα ανέλαβε διαμεσολαβητικό ρόλο στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη, ως άτυπος πρεσβευτής. Το 1972 λειτούργησε ως δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στον Ισραηλινό αντιπρόεδρο Αλόν και τον Αραφάτ. Η τριλογία του «Μαουτχάουζεν», βασισμένη στην ομώνυμη ποιητική συλλογή του Ιάκωβου Καμπανέλλη, γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο Ισραήλ και ανταποκρίθηκε στο αίτημα των Παλαιστινίων να συνθέσει έναν «Ύμνο» που να εκφράζει τον αγώνα τους για μια πατρίδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν γιορτάστηκε στο Όσλο, το 1994, η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων ακούστηκαν και τα δύο αυτά έργα ως αναγνώριση τις φιλειρηνικής του δράσης.
Το 1973 πρότεινε τη λύση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στο όνομα της πολιτικής σταθερότητας και ελευθερίας. Αυτό προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στους κόλπους της Αριστεράς. Μετά την πτώση της δικτατορίας ο ελληνικός λαός επεφύλαξε υποδοχή ήρωα στον αγαπημένο του συνθέτη.
Το μουσικό του έργο
Ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε με όλα τα είδη μουσικής και το πλούσιο έργο του χωρίζεται σε τρεις κύριες περιόδους. Το διάστημα 1937-1960 έγραψε έργα συμφωνικά και μουσική δωματίου, σύμφωνα με τις παραδοσιακές δυτικοευρωπαϊκές φόρμες. Από το 1960 έως το 1980 επεδίωξε τη σύνδεση της νεοελληνικής ποίησης με τη σύγχρονη λαϊκή μουσική, καθιερώνοντας το «έντεχνο λαϊκό τραγούδι», ενώ από το 1981 επέστρεψε στις συμφωνικές μορφές και ασχολήθηκε με την όπερα.
Η συνθετική του «Θεωρία των τετραχόρδων» βασιζόταν στον δωδεκαφθογγισμό και στην αρχαία ελληνική μουσική. Οι πρώτες διακρίσεις σε διεθνές επίπεδο συντέλεσαν στην καθιέρωσή του ως νέου συνθέτη. Το 1957 παρέλαβε, από τον ίδιο τον Σοστακόβιτς, το Βραβείο για τον Διαγωνισμό Σύνθεσης Νέων στη Μόσχα, για το έργο του «Σουίτα Νο1 για πιάνο και ορχήστρα». Το 1959, με εισήγηση του Darius Milhaud, τιμήθηκε με το Copley Music Prize ως «ο καλύτερος Ευρωπαίος συνθέτης της χρονιάς». Το μπαλέτο «Αντιγόνη» (1959), που ήταν παραγγελία του Βασιλικού Μπαλέτου του Λονδίνου, συνέβαλε ουσιαστικά στην αναγνώρισή του στον χώρο της δυτικοευρωπαϊκής έντεχνης μουσικής. Η πραγματική στροφή στο έργο του συντελέστηκε το 1958, όταν συνέθεσε τα τραγούδια του κύκλου «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου. Την Πρωτομαγιά του 1958, ημέρα συμβολική, άρχισε να ντύνει με τη μουσική του τον σπαρακτικό ποιητικό θρήνο της μάνας που είχε χάσει τον γιο της στη μεγάλη απεργία των καπνεργατών. Ο «Επιτάφιος» κυκλοφόρησε σε δύο διαφορετικές ερμηνείες, την ίδια περίπου εποχή (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1960). Τη μία «αιρετική» εκδοχή, με έντονο το λαϊκό στοιχείο, υπέγραψαν ο συνθέτης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, με τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι. Η άλλη, λυρική και έντεχνη, είχε τη σφραγίδα του Μάνου Χατζιδάκι, με ερμηνεύτρια τη Νανά Μούσχουρη. Αμέσως εμφανίστηκαν οι υπέρμαχοι της κάθε ερμηνείας, οι «θεοδωρακικοί» και οι «χατζιδακικοί». Τα τραγούδια του «Επιταφίου» παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στις 5 Οκτωβρίου 1960 σε συναυλία στην Ελευσίνα, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Στη συνέχεια η έμπνευση του συνθέτη επικεντρώθηκε στη λεγόμενη «έντεχνη λαϊκή μουσική», σύμφωνα με τον όρο που καθιέρωσε ο ίδιος. Από το 1960 έως το 1980 μελοποίησε γνωστά έργα της νεοελληνικής ποίησης στους κύκλους των τραγουδιών του, συνέθεσε ορατόρια, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Οι στίχοι σημαντικών Ελλήνων και ξένων ποιητών, όπως οι Σεφέρης, Ρίτσος, Ελύτης, Γκάτσος, Ρώτας, Χριστοδούλου, Καμπανέλλης, Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Πολ Ελιάρ, Πάμπλο Νερούντα κ.ά., ταξίδεψαν στις λαϊκές γειτονιές, χάρη στη μουσική του. Δεύτερος σταθμός στην πορεία του ήταν το «Άξιον Εστί» του Ελύτη, για το οποίο έλεγε: «Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Ακόμα πιο πολύ ο βαθύτατος ελλαδισμός του το φέρνει στην πρώτη γραμμή του αγώνα του λαού μας για την ολοκλήρωσή του». Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό από το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου τον Μάιο του 1964 και τον Οκτώβριο ανέβηκε στο Θέατρο Κοτοπούλη – Rex, με αφηγητή τον Μάνο Κατράκη.
Κάποιοι από τους κύκλους τραγουδιών του που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα είναι οι: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία», «Μικρές Κυκλάδες», «Τα λαϊκά», «Τα τραγούδια του αγώνα», «18 Λιανοτράγουδα», «Ρωμιοσύνη», «Επιφάνια», «Κύκλος Φαραντούρη», «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν».
Σημαντική συμβολή στο θέατρο
Επίσης, σημαντική ήταν η συμβολή του στο θέατρο με πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις. Η ενασχόλησή του ξεκίνησε με την τραγωδία του Ευριπίδη «Φοίνισσες» (1960), που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Η επιτυχία, όμως, ήρθε με την παράσταση «Ένας όμηρος» του Ιρλανδού Μπρένταν Μπίαν, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά (1962). Τραγούδια όπως τα «Ήταν 18 Νοέμβρη» και «Το γελαστό παιδί» κατέβηκαν από τη θεατρική σκηνή, για να συναντήσουν αργότερα τις παρέες του αντιδικτατορικού αγώνα.
Από τα εμβληματικά έργα του υπήρξε και το μουσικοθεατρικό δράμα «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», που ανέβηκε στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μ. Κατράκη, σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη (1962). Το έργο αντανακλούσε το όραμά του να ξεπεραστεί ο διχασμός του Εμφυλίου, αλλά η αποδοχή του δεν ήταν η αναμενόμενη, αφού προκάλεσε την αντίδραση των αντιμαχόμενων πολιτικών παρατάξεων. Το 1963 ο Θεοδωράκης συμμετείχε με τον Χατζιδάκι στην επιθεώρηση «Μαγική πόλη», υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν «Η γειτονιά των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1963), «Το εκκρεμές» του Άλντο Νικολάι (1965), «Μαντώ Μαυρογένους» του Γιώργου Ρούσσου (1974) κ.ά. Από το 1980 και μετά το ενδιαφέρον του στράφηκε στην όπερα.
Κινηματογραφική παρουσία
Αξιοπρόσεκτη ήταν η παρουσία του και στον κινηματογράφο. Από τις 35 ταινίες στις οποίες συμμετείχε με πρωτότυπες συνθέσεις οι πιο χαρακτηριστικές είναι οι: «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη (1960), «Αλέξης Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη (1960), «Φαίδρα» του Ζυλ Ντασσέν (1961), «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1961-62), «Το νησί της Αφροδίτης» του Χαρίλαου Παπαδόπουλου (1964), «Σέρπικο» του Σίντνεϊ Λιούμετ (1973) και «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» του Νίκου Τζίμα (1980). Προϋπάρχουσα μουσική του υπήρχε και στο «Ζ» του Κώστα Γαβρά (1969).
Επιστροφή στη συμφωνική
Από το 1981 και μετά, ο συνθέτης επέστρεψε στη συμφωνική μουσική με συνθέσεις όπως τη «Συμφωνία αριθμ. 3». Η όπερα, με την οποία δεν είχε ασχοληθεί ως τότε, άρχισε να κερδίζει έδαφος στις μουσικές του αναζητήσεις. Πρώτη απόπειρα ήταν η όπερα «Κώστας Καρυωτάκης – Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου» (1986), αφιερωμένη στον Μ. Χατζιδάκι. Φιλοδοξούσε να συνδυάσει στο έργο του στοιχεία της όπερας και του αρχαίου δράματος. Η τριλογία του με τις όπερες «Μήδεια» (1990), «Ηλέκτρα» (1994) και «Αντιγόνη» (1996) ήταν αφιερωμένη στους μεγάλους Ιταλούς συνθέτες Βέρντι, Πουτσίνι και Μπελίνι, ενώ το 2001 ολοκλήρωσε και τη «Λυσιστράτη». Το 1987, έπειτα από παραγγελία της Όπερας της Βερόνας, συνέθεσε το μπαλέτο «Ζορμπάς». Ύστερα από αίτημα του Χ.Α. Σάμαρανκ έγραψε το «Canto Olympico» (1992) για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης.