Skip to main content

Το πιο απομακρυσμένο νησί του κόσμου ψάχνει για υπαλλήλους

Μπορεί να έχει μόλις 265 κατοίκους και να αποτελεί το πιο απομακρυσμένο νησί το οποίο κατοικείται στον πλανήτη, ωστόσο το Τριστάν ντα Κούνια, το μεγαλύτερο νησί του ομώνυμου αρχιπελάγους, προσφέρει θέσεις εργασίας.

Το νησί, το οποίο έχει έκταση 98 τετραγωνικών χιλιομέτρων, βρίσκεται σε απόσταση 2.816 χιλιομέτρων από τη Νότια Αφρική και 3.360 χιλιομέτρων από την Νότια Αμερική, καταμεσής του Ατλαντικού Ωκεανού και αποτελεί εξαρτημένο έδαφος του Βρετανικού υπερπόντιου εδάφους της Αγίας Ελένης, που βρίσκεται 2.173 χιλιόμετρα βορειότερα.

Οι λιγοστοί κάτοικοί του, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με την αλιεία, ψάχνουν άτομα διατεθειμένα να καλλιεργήσουν τις όποιες ανεκμετάλλευτες εκτάσεις του νησιού, αλλά και για να φροντίζουν τα ζώα τους, σε μία προσπάθεια να αυξηθεί η παραγωγή τροφής στο νησί. Στόχος των νησιωτών, είναι να εξασφαλίσουν αυτάρκεια σε βασικά αγαθά, δεδομένου ότι χρειάζεται ένα ταξίδι επτά ημερών, προκειμένου να μεταβεί κανείς στην πιο κοντινή ηπειρωτική περιοχή.

Τις συμβουλές του στους νέους αγρότες που σκέφτονται να επισκεφθούν το νησί, δίνει ο άλλοτε… προκάτοχός τους Σαμ Κεντ, ο οποίος σημειώνει ότι υπάρχουν εκτάσεις περίπου έξι χιλιάδων στρεμμάτων, στις οποίες θα μπορούσε να γίνει καλύτερη εκμετάλλευση.

Τα νησιά του αρχιπελάγους ανακαλύφθηκαν το 1506 από τον Πορτογάλο θαλασσοπόρο Τριστάο ντα Κούνια, ο οποίος ωστόσο λόγω κακοκαιρίας δεν αποβιβάστηκε σε κάποιο από αυτά. Η πρώτη εξερεύνηση του αρχιπελάγους έγινε από την Γαλλική φρεγάτα L’Heure du Berger το 1767. 

Ο πρώτος μόνιμος έποικος ήταν ο Τζόναθαν Λάμπερτ, από το Σάλεμ της Μασαχουσέτης των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος έφτασε στα νησιά το 1810. Αφού τα ανακήρυξε ως ιδιοκτησία του, τα ονόμασε Νησιά Αναψυχής, με την ηγεμονία του πάντως να είναι βραχύχρονη καθώς πέθανε σε ένα ατύχημα με βάρκα το 1812. Το 1816, το Ηνωμένο Βασίλειο προσάρτησε επισήμως τα νησιά, κυβερνώντας τα από την Αποικία του Ακρωτηρίου στην Νότια Αφρική. 

Τα νησιά αρχικά κατοικούνταν από μια Βρετανική στρατιωτική φρουρά, ενώ οι φαλαινοθήρες χρησιμοποιούσαν επίσης το νησί ως βάση για τις επιχειρήσεις τους στον νότιο Ατλαντικό Ωκεανό. Η διάνοιξη όμως της Διώρυγας του Σουέζ το 1869 και η μετάβαση από τα ιστιοφόρα πλοία στα ατμοκίνητα πλοία έκαναν τα νησιά περισσότερο απομονωμένα, καθώς δεν χρειάζονταν πλέον να σταματά κανείς σε αυτά, ως ενδιάμεσο σταθμό στα ταξίδια από την Ευρώπη προς την Άπω Ανατολή. Στις 12 Ιανουαρίου 1938, τα νησιά ανακηρύχθηκαν εξαρτημένο έδαφος της Αγίας Ελένης.

Κύρια πηγή εισοδημάτων του νησιού αποτελεί το εργοστάσιο αστακού και η πώληση γραμματοσήμων και νομισμάτων σε ξένους συλλέκτες, ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν διπλή απασχόληση, αφού συχνά δουλεύουν για την τοπική κυβέρνηση. Πολλοί ντόπιοι έχουν αγροτεμάχια, όπου καλλιεργούν κυρίως πατάτες.

Η ηφαιστειακή έκρηξη του 1961 ανάγκασε πολλούς κατοίκους του νησιού να το εγκαταλείψουν πρώτα για τη Νότια Αφρική και εν συνεχεία για τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ κατάστρεψε και το εργοστάσιο κονσερβοποιίας καραβίδας του Τριστάν ντα Κούνια, το οποίο πάντως ξανακτίστηκε λίγο αργότερα. Σταδιακά, οι περισσότεροι από τους κατοίκους του νησιού επέλεξαν να επιστρέψουν στο Τριστάν ντα Κούνια, εκτιμώντας ότι το νησί αποτελεί τον ιδανικό τόπο για να ζει και να εργάζεται κανείς.