Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Το κεφάλαιο τράπεζες βρίσκεται πολύ υψηλά στην ατζέντα των θεσμών και καθορίζει εν πολλοίς τις αποφάσεις τους σε ό,τι αφορά τη μεταμνημονιακή επιθεώρηση της χώρας.
Οι πολιτικές εξελίξεις δεν αφήνουν αδιάφορους τους θεσμούς που διατρανώνουν τόσο σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων όσο και σε επίπεδο ηγεσίας πως δεν επιθυμούν πισωγυρίσματα.
Ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελούν σε κάθε περίπτωση οι τράπεζες, οι οποίες διενεργούν αυτή την εβδομάδα τις συναντήσεις τους με τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών.
Το ευαίσθητο θέμα των τραπεζών αναμένεται να είναι πολύ υψηλά στην ατζέντα των εκπροσώπων των θεσμών, οι οποίοι επισκέπτονται τη χώρα μας σήμερα, 21 Ιανουαρίου.
Την έξοδο στις αγορές με την πορεία των «κόκκινων» δανείων συνδέουν ευθέως οι ελεγκτές των τραπεζών, υπογραμμίζοντας σε όλους τους τόνους πως η κυβέρνηση πρέπει να κινηθεί ταχύτερα και αποτελεσματικότερα στον τομέα αυτόν.
Έτσι μια σειρά από ευαίσθητα ζητήματα που άπτονται του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας πρόκειται να απασχολήσουν άμεσα τους θεσμούς, αφού τα θέματα αυτά θα κρίνουν εν πολλοίς τη μεταμνημονιακή επιθεώρηση του Φεβρουαρίου. Θέματα κλειδιά στα οποία θα εξεταστεί η πρόοδος σε ό,τι αφορά τις τράπεζες από τους θεσμούς είναι:
- Η πρόοδος της πρότασης για ένα όχημα ειδικού σκοπού προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα «κόκκινα» δάνεια κατά το ιταλικό μοντέλο.
- Οι επιμέρους κινήσεις των τραπεζών για μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ).
- Προστασία της πρώτης κατοικίας με βάση το κυπριακό μοντέλο.
- Αλλαγή του νόμου για τις διοικήσεις των τραπεζών.
- Επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων.
Τα «κόκκινα» δάνεια συνεχίζουν να αποτελούν μείζον πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες, αφού: α. δυσκολεύουν την οποιαδήποτε έξοδό τους προς τις αγορές, β. κατατρώγουν τα κεφάλαιά τους.
Τα «κόκκινα» δάνεια αξιολογούνται από τα τεχνικά κλιμάκια ως η βασική αιτία για τα υψηλά και ασφαλώς απαγορευτικά spreads που επί της ουσίας δεν επιτρέπουν στην Ελλάδα μια άνετη έξοδο στις αγορές.
Ο τραπεζικός τομέας παραμένει ευάλωτος εκτιμούν οι θεσμοί, που φαίνεται πως θα είναι αυστηροί ως προς το θέμα αυτό, η πρόοδος του οποίου θα είναι καθοριστικής σημασίας για το Eurogroup προκειμένου να εγκριθεί η επιστροφή των κερδών SMP και ANFA (από τα ελληνικά ομόλογα που διακατέχουν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης).
Σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια, οι θεσμοί -και κυρίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή- είναι έτοιμοι να εξετάσουν νέες προτάσεις για τη μείωσή τους. Υπ’ αυτή τη λογική ευπρόσδεκτες προς μελέτη είναι οι λύσεις που προτείνονται από το ΤΧΣ και την Τράπεζα της Ελλάδος.
Όμως, κάθε νέα λύση απαιτεί ένα εξάμηνο για την εφαρμογή της. Παρ’ όλα αυτά είναι πολύ χρήσιμη η εξειδίκευση των προτάσεων από τώρα, καθώς αν υπάρχουν αξιόπιστα πλάνα είναι δυνατό να έχουν έναν θετικό αντίκτυπο στις αγορές.
Διχογνωμία για την α’ κατοικία, καμπανάκι για τις διοικήσεις
Στο θέμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας, όπως όλα δείχνουν, η άποψη των θεσμών δεν είναι ενιαία, ενώ ενιαία δεν είναι και η άποψη που διατυπώνουν τράπεζες και η κυβέρνηση.
Δύο σχολές σκέψης είναι αυτές που αναπτύσσονται σε ό,τι αφορά το νόμο Κατσέλη. Ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί, με βάση τα όσα είπε στην πρόσφατη επίσκεψή του στη χώρα μας, εμφανίζεται υπέρμαχος της συνέχισης ενός καθεστώτος προστασίας για τους αδυνάτους. Οι τράπεζες και οι θεσμοί βλέπουν μάλλον θετικά την επιδότηση δόσεων των αδύναμων δανειοληπτών. Η κυβέρνηση ωστόσο επιθυμεί μια οριζόντια ρύθμιση όπου η πρώτη κατοικία θα είναι προστατευμένη αν η αξία της είναι κάτω από ένα ποσό με βάση τις 100 ή τις 120 χιλ. ευρώ. Οι τράπεζες, από την άλλη πλευρά, δεν θα προτιμούσαν μια ενιαία ρύθμιση, καθώς στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ακίνητα αξίζουν όσο η παραπάνω κλίμακα, στοιχείο το οποίο οδηγεί τους περισσότερους πελάτες των τραπεζών με «κόκκινα» δάνεια να μη συνεργάζονται με τις τράπεζες.
Επομένως, το μίγμα της πολιτικής για την προστασία της πρώτης κατοικίας πρέπει να μη στερεί την αξιοπρεπή διαβίωση στους πιο αδύναμους, να επιτρέπει ωστόσο και στις τράπεζες να εφαρμόσουν τον σχεδιασμό τους για μείωση των «κόκκινων» δανείων. Επιθυμητές επομένως είναι οι στοχευμένες και όχι οι γενικές πολιτικές.
Παράλληλα, την ανάγκη αλλαγής των κριτηρίων επιλεξιμότητας των διοικήσεων των τραπεζών, ώστε τα κριτήρια να είναι αντίστοιχα με εκείνα που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες της Ε.Ε., κατανοούν τα τεχνικά κλιμάκια, όμως θεωρούν πως παρατηρείται καθυστέρηση στη διατύπωση ολοκληρωμένης πρότασης, την οποία πρέπει να εξετάσει και να εγκρίνει τόσο ο SSM όσο και η ΕΚΤ.
Είναι εμφανές πως απαιτείται μια αξιόπιστη πρόταση που να υποστηρίζεται από την κυβέρνηση και όχι σκόρπια μέτρα που έχουν αναπτυχθεί από τρίτους σημειώνουν τα τεχνικά κλιμάκια, που υποστηρίζουν πως διαδικαστικά προβλήματα τείνουν να γίνουν προβλήματα ουσίας, αφού λειτουργούν αρνητικά στον συντονισμό και μπορεί να οδηγήσουν σε αδιέξοδο.