Skip to main content

Ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός και η Ευρώπη

Ν SOCIETY

Του Γιώργου Ν. Τζογόπουλου, λέκτορα Διεθνών Σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Νίκαιας (CIFE) και Senior Fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ

Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ σύνοδος G20 δημιούργησε προσωρινή ανακούφιση στη διεθνή κοινή γνώμη. Η συνάντηση των προέδρων Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ δείχνει πως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα εξακολουθούν να διατηρούν διαύλους επικοινωνίας ανοιχτούς στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο. Αναμένεται, μάλιστα, να υπάρξει συνέχεια στην προσπάθεια τόνωσης του διμερούς διαλόγου, καθώς ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, θα μεταβεί στο Πεκίνο το επόμενο διάστημα. Παρά το πολύ κακό κλίμα, όπως αυτό διαμορφώνεται σταδιακά από το 2017
και μετά, οι δύο οικονομίες παραμένουν στενά διασυνδεδεμένες. Σύμφωνα με αμερικανικά στατιστικά στοιχεία, ο τζίρος των διμερών εμπορικών συναλλαγών έφτασε στα 655 δισ. δολάρια το 2021, από 556 δισ. το 2020 και 555 δισ. το 2019. Το πρώτο 9μηνο του 2022 ο τζίρος έχει ήδη σκαρφαλώσει στα 526 δισ. δολάρια, από 455 δισ. την ίδια περίοδο πέρυσι.

ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ, η πολιτική περιορισμού της ισχύος της Κίνας εξελίσσεται σε περίπλοκη διαδικασία, καθώς η δεύτερη είναι απολύτως ενταγμένη στο παγκοσμιοποιημένο διεθνές περιβάλλον. Επειδή, λοιπόν, ο ανταγωνισμός τους εστιάζει στο πεδίο της τεχνολογίας, η αμερικανική πολιτική έχει στόχο να περιορίσει την πρόσβαση των κινεζικών εταιρειών στα εξειδικευμένα εκείνα τεχνολογικά προϊόντα τα οποία εγγυώνται την οικονομική τους ανάπτυξη και επιτυχία. Για αυτό, μεταξύ άλλων, η Ουάσιγκτον περιορίζει πλέον την εξαγωγή ημιαγωγών προς την Κίνα. To καλό σενάριο για την Αμερική θα είναι να πιεστεί η κινεζική κυβέρνηση προς την κατεύθυνση μιας λιγότερο σθεναρής αμφισβήτησης της σημερινής τάξης πραγμάτων. Υπάρχει, ωστόσο, και το αρνητικό και επικίνδυνο σενάριο, που θα είναι η περαιτέρω διχοτόμηση του κόσμου – με την Κίνα να επιτυγχάνει πιο γρήγορα από όσο υπολόγιζε τον στόχο της τεχνολογικής
αυτάρκειας.

ΜΕΣΑ σε αυτές τις περίπλοκες συνθήκες η Ευρώπη αναζητεί τον προσανατολισμό της. Όπως συμβαίνει με το σινοαμερικανικό εμπόριο, ο τζίρος των συναλλαγών Ευρωπαϊκής Ένωσης –
Κίνας παρουσιάζει επίσης αύξηση. Σύμφωνα με τη Eurostat, o τζίρος αυτός ήταν 561 δισ. ευρώ το 2019, 587 δισ. ευρώ το 2020 και 695 δισ. ευρώ το 2021. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το πρώτο 8μηνο του 2022 δείχνουν συνέχιση της τάσης. Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προς την Κίνα έφτασαν στα 151 δισ. ευρώ από 148 δισ. το πρώτο 8μηνο του 2021, ενώ οι ευρωπαϊκές εισαγωγές από την Κίνα άγγιξαν τα 410 δισ. από 287 δισ. την ίδια περίοδο πέρυσι. Σε ό,τι αφορά την καινούργια αμερικανική πολιτική για τον περιορισμό της εξαγωγής ημιαγωγών προς την Κίνα, οι ευρωπαϊκές εταιρείες βρίσκονται σε φάση αξιολόγησης της κατάστασης. Αν και κάποιες από αυτές δεν επηρεάζονται άμεσα ως προς τον τύπο των εξειδικευμένων τεχνολογικών προϊόντων που μπαίνουν στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον, όλες συνειδητοποιούν τις δυσκολίες που δημιουργούνται για τη μελλοντική δραστηριοποίησή τους στην Κίνα.

ΑΣ ΕΛΘΟΥΜΕ, όμως, στην ουσία της συζήτησης που ξεφεύγει από το θέμα των ημιαγωγών αυτό καθαυτό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συμφωνεί απαραίτητα με κάθε πτυχή της αμερικανικής στρατηγικής απέναντι στην Κίνα. Πόσο μάλλον τα πιο ισχυρά κράτη-μέλη της, δηλαδή η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ολλανδία. Για τη Γερμανία, η Κίνα είναι ο πιο σημαντικός εμπορικός εταίρος τα έξι τελευταία χρόνια, ενώ πολλές γερμανικές εταιρείες κερδίζουν από την κινεζική αγορά. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια, από το 2018 ως το 2021, τέσσερις γερμανικές εταιρείες, η Volkswagen, η BMW, η Daimler και η BASF, συνέβαλαν στο 34% των συνολικών άμεσων ευρωπαϊκών επενδύσεων στην Κίνα. Στο πλαίσιο της συνέχισης της πολυδιάστατης σινογερμανικής οικονομικής συνεργασίας, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς επισκέφθηκε πρόσφατα το Πεκίνο
αψηφώντας την κριτική της υπουργού Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ αλλά και πολλών Ευρωπαίων δημοσιογράφων. Ο δρόμος του ρεαλισμού που ακολούθησε ο Σολτς είναι σωστός, καθώς τα νούμερα μιλούν από μόνα τους.

TO ΑΝ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΈΝΩΣΗ καταφέρει τα επόμενα χρόνια να ξεφύγει από την αμερικανική πίεση, ώστε να δράσει ως αυτόνομος παίκτης στο διεθνές σύστημα και να εξυπηρετήσει τα οικονομικά της συμφέροντα, παραμένει άγνωστο. Η κινεζική κυβέρνηση, από τη δική της πλευρά, υποστηρίζει προφανώς την προοπτική της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης, αλλά ήδη προκαλεί προβληματισμό σε ευρωπαϊκά κράτη με ορισμένες πολιτικές της – πέρα από τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στους γενικούς συσχετισμούς. Λόγω της πολιτικής των μηδενικών κρουσμάτων εναντίον του Covid-19 οι δυτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα αντιμετωπίζουν προβλήματα παραγωγής, ο ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας μειώνεται, ενώ έχουν εκμηδενιστεί ολοκληρωτικά οι τουριστικές ροές. Παράλληλα, η ιδεολογία τείνει να αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία στη λήψη αποφάσεων στην Κίνα σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Αν η κινεζική κυβέρνηση ενδιαφέρεται πραγματικά να συμβάλει στη διατήρηση των σχετικά καλών δεσμών της με την Ευρώπη, θα πρέπει να καταβάλει προσπάθεια και να απαντήσει στις φυσιολογικές ευρωπαϊκές ανησυχίες, οι οποίες πηγάζουν από τη διαμορφούμενη πραγματικότητα.