Η έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια βρίσκει τόσο το ρυθμιστικό πλαίσιο όσο και την αγορά, αλλά και τη ΔΕΗ, σε μεταβατικό στάδιο. Θα λέγαμε ότι τα μνημόνια, τα τρία τελευταία χρόνια, ενεργοποίησαν εξελίξεις, συχνά με επώδυνο τρόπο, στην κατεύθυνση προσαρμογής του ελληνικού ηλεκτρενεργειακού τομέα στις ευρωπαϊκές αρχές και πολιτικές. Ωστόσο χρειάζεται να διανυθεί ακόμη αρκετός δρόμος για την ολοκλήρωση των αλλαγών. Και μάλιστα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πραγματικότητα της χώρας μας, να λάβουν τέτοια μορφή ώστε το αποτέλεσμα να είναι θετικό για την ανάπτυξη, την οικονομία και την κοινωνία.
Δύο καίρια ζητήματα αφορούν στην απελευθέρωση της αγοράς και στην ενεργειακή ασφάλεια.
Στη χονδρική αγορά πρόκειται να θεσπισθεί το Target Model, που θα αντικαταστήσει το ξεπερασμένο και με παθογένειες σημερινό μοντέλο. Πώς όμως αυτό θα δομηθεί; Προφανώς και δεν θα πρέπει να αναπαραγάγει τις σημερινές παθογένειες.
Θα πρέπει ασφαλώς να λαμβάνει υπ’ όψιν τη νέα πραγματικότητα. Η ΔΕΗ δεν θα είναι πια μετά την αποεπένδυση δεσπόζων παίκτης. Το μερίδιό της στη χονδρική θα συρρικνωθεί περίπου στο 40%. Παράλληλα θα υπάρχουν και άλλοι, μεγάλοι παραγωγοί. Βασικό ζητούμενο στο νέο μοντέλο είναι να υπάρχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερος χώρος για διμερή συμβόλαια.
Σε ό,τι αφορά τη λιανική αγορά, τα αποτελέσματα από τα μέχρι σήμερα μέτρα, τα ΝΟΜΕ, κάθε άλλο παρά ικανοποιητικά είναι. Δεν αναφέρομαι στις δυσμενείς επιπτώσεις για τη ΔΕΗ. Αναφέρομαι σε αυτό καθ’ αυτό το άνοιγμα της αγοράς. Το μερίδιο της ΔΕΗ σε όρους προϊόντος έχει περιοριστεί στο 80%, αλλά σε όρους πελατείας είναι πάνω από 95%.
Η λιανική αγορά χρειάζεται ριζική επανεξέταση, με αντικειμενικότητα και χωρίς τη σκιά της δημοσιονομικής προσαρμογής, δίχως ακόμη τις προκαταλήψεις εναντίον της ΔΕΗ – ότι εμποδίζει δήθεν το άνοιγμα της αγοράς. Το ερώτημα που προκύπτει εν προκειμένω είναι πώς όλες οι κατηγορίες των καταναλωτών θα ενταχθούν στην αγορά.
Σήμερα, όπως έχουμε αναλύσει κατ’ επανάληψη, μόνο το 50% των καταναλωτών είναι στην αγορά. Το υπόλοιπο (ως επί το πλείστον ζημιογόνο) βρίσκεται εκτός αγοράς, προσκολλημένο στη ΔΕΗ. Επί πλέον, είναι ασυμβίβαστο με τους όρους της αγοράς και πρέπει να τερματιστεί η ανάθεση στη ΔΕΗ από την πολιτεία υλοποίησης πολιτικών δικής της ευθύνης.
Η Ελλάδα μετά το 2030-2035 θα διαθέτει όλα τα εχέγγυα για να απολαμβάνει ενεργειακή ασφάλεια, με ελεγχόμενο κόστος και πολύ καλύτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ευθυγραμμιζόμενη επακριβώς με τις ευρωπαϊκές πολιτικές για την κλιματική αλλαγή. Προϋποθέσεις γι’ αυτό είναι η πλήρης αξιοποίηση των ΑΠΕ, και ιδιαίτερα της ηλιακής ενέργειας σε συνδυασμό με την αποθήκευση, και η εφαρμογή δραστικών πολιτικών για την εξοικονόμηση και την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Οι κλιματικές συνθήκες και το χαμηλό σημερινό επίπεδο ενεργειακής αποδοτικότητας αποτελούν την αντικειμενική βάση για την επίτευξη των στόχων.
Το διακύβευμα ωστόσο είναι το μεσοδιάστημα, τα επόμενα 15 περίπου χρόνια, και ειδικότερα η ασφάλεια εφοδιασμού και ο έλεγχος του κόστους. Ήδη τα μηνύματα είναι ανησυχητικά. Η άνοδος των διεθνών τιμών πετρελαίου και συνεπακόλουθα του αερίου, σε συνδυασμό με την αλματώδη άνοδο της τιμής των πιστοποιητικών CO2, αυξάνουν σημαντικά το κόστος παραγωγής και πιέζουν ασφυκτικά για άνοδο των τιμών. Δυστυχώς, επαληθεύονται με οδυνηρό τρόπο οι ανησυχίες που είχαμε διατυπώσει για την εξαίρεση της Ελλάδας από τη χορήγηση δωρεάν πιστοποιητικών CO2 – θέμα για το οποίο η ΔΕΗ κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια.
Καταγράφεται ως ιδιαίτερα θετικό γεγονός η θέση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού για τη σημασία της λιγνιτικής παραγωγής στην Ελλάδα, στην από 17.04.2018 Απόφασή της. Εν τούτοις η θέση αυτή, όπως και η ανάλογη που διατυπώνεται στο Πρόγραμμα Ανάπτυξης της Ελλάδας που κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση, πρέπει με συγκεκριμένα μέτρα να αποκτήσει πρακτικό αντίκρισμα.
Το ενεργειακό κόστος είναι ζωτικής σημασίας για την ελληνική οικονομία, κυρίως για τη βιομηχανία. Σύμφωνα με μελέτες, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας έως το 2014, συνεπεία της μείωσης του εργατικού κόστους με τις γνωστές επώδυνες πολιτικές, αντισταθμίστηκε από την αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας την ίδια περίοδο.
Η συμμετοχή της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ ανέρχεται σήμερα στο 9%, έναντι 15% στην Ευρώπη. Έχει τεθεί στόχος να φθάσουμε στο 12% τα επόμενα 3-5 χρόνια. Αυτό είναι εξαιρετικά αμφίβολο με αύξηση του ενεργειακού κόστους.
Υπάρχει ακόμη και μία άλλη, κρίσιμη διάσταση. Στόχος πανευρωπαϊκός είναι η αύξηση της συμμετοχής του ηλεκτρισμού στο ενεργειακό μίγμα (Electrification). Με αύξηση του κόστους, αυτός ο στόχος για την Ελλάδα απομακρύνεται.
Συνολικά, το ζήτημα που τίθεται για την κρίσιμη μεταβατική 15ετία είναι το μίγμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας βάσεως. Η βεβιασμένη αντικατάσταση της λιγνιτικής παραγωγής από φυσικό αέριο (γιατί περί αυτού πρόκειται) θα αυξήσει το κόστος λόγω των κοστοβόρων υποδομών που απαιτούνται αλλά και των κεφαλαίων για την κατασκευή νέων μονάδων. Πρέπει ακόμη να προσμετρηθούν τα θέματα της ασφάλειας εφοδιασμού, της έκθεσης της χώρας στις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών και του εμπορικού ισοζυγίου.
Συνάγεται, σύμφωνα και με τις θέσεις της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και της ελληνικής Κυβέρνησης που προαναφέρθηκαν, ότι επιβάλλεται η στήριξη της λιγνιτικής παραγωγής για τη βέλτιστη αξιοποίηση των υφιστάμενων μονάδων, των ήδη επενδεδυμένων κεφαλαίων.
Στη νέα εποχή που μεταβαίνει η χώρα μας, η ΔΕΗ εισέρχεται με εκκρεμότητες μεν, αλλά προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις με επιτυχία. Βασικός της εξοπλισμός και γνώμονας δράσης θα είναι το Στρατηγικό και Επιχειρησιακό της Πρόγραμμα, που έχει ολοκληρωθεί. Οι δράσεις αναδιάρθρωσης και οι κατευθύνσεις των επιχειρηματικών της πρωτοβουλιών θα έχουν συγκεκριμενοποιηθεί και αποσαφηνιστεί με πληρότητα.
Η ΔΕΗ, ως όμιλος επιχειρήσεων με διεθνή παρουσία, επεκτείνεται σε άλλες αγορές και εμπλουτίζει τις υπηρεσίες και τα προϊόντα που θα προσφέρει. Εισέρχεται δυναμικά στο φυσικό αέριο και στις ενεργειακές υπηρεσίες. Αναλαμβάνει δράσεις και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες στοχεύοντας να καταστεί ηγέτης στην αγορά των Βαλκανίων.
Σε ό,τι αφορά τον ενεργειακό της στόλο, η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές θα είναι ριζική. Το Στρατηγικό μας Σχέδιο προβλέπει ότι την επόμενη δεκαετία πρέπει να 15πλασιάσουμε την ισχύ μας στις ΑΠΕ. Θα είναι η νέα ατμομηχανή ανάπτυξης της ΔΕΗ, όπως τις προηγούμενες δεκαετίες η ατμομηχανή ήταν οι θερμικοί και υδροηλεκτρικοί σταθμοί παραγωγής, τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής, που εξασφάλισαν φθηνή και αξιόπιστη ηλεκτρική ενέργεια και στο πιο απομακρυσμένο σημείο της χώρας.
Όραμά μας είναι μια αποδοτική, ανταγωνιστική και έντονα εξωστρεφής επιχείρηση, με επενδύσεις στην καινοτομία, με στρατηγικές συνέργειες εντός και εκτός συνόρων, με δυναμική διείσδυση σε νέες αγορές.
Επί πλέον, με έναν ενεργειακό σχεδιασμό που δεν θα αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης ή αμφισημίας και που θα προσμετρά τις ιδιαιτερότητες της χώρας μας, καθώς και με ένα εκσυγχρονισμένο, ρεαλιστικό ρυθμιστικό πλαίσιο, ο δρόμος προς την πραγμάτωση των στόχων μας φαντάζει εγγύτερος.