Του Μιχάλη Βλασταράκου
Πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου
Την περασμένη εβδομάδα δημοσιεύθηκαν οι υπουργικές αποφάσεις με τις οποίες καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, το σύστημα υποχρεωτικών παραπομπών, γνωστό και ως gatekeeping. Πριν αναφερθώ στους λόγους για τους οποίους διαφωνώ με τον ρόλο του οικογενειακού ιατρού ως gatekeeper, θέλω να τονίσω ότι από τον περασμένο χρόνο, από τότε που συζητείτο στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής το νομοσχέδιο για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος είχε εκφράσει την αντίθεσή του στο σύστημα ΠΦΥ που σχεδίαζε τότε και αρχίζει να υλοποιεί σήμερα η κυβέρνηση, και είχε ζητήσει να ξεκινήσει ουσιαστικός διάλογος μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών (Υγειονομικοί Φορείς, Κοινωνικοί Φορείς, Τοπική Αυτοδιοίκηση, χρήστες υπηρεσιών υγείας), κάτι το οποίο ουδέποτε έγινε.
Ο λόγος που είχαμε ζητήσει, ως ΠΙΣ, να γίνει ουσιαστική συζήτηση ήταν ότι το σχέδιο αυτό έπρεπε να λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής, να καλύπτει τις ανάγκες της κοινωνίας και να παρέχει ιατρικές υπηρεσίες με κανόνες επιστημονικής προσέγγισης, ηθικής και δεοντολογίας. Μάλιστα, ο ΠΙΣ είχε πει επανειλημμένως ότι έπρεπε να υπάρξει εθνικός σχεδιασμός της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, με τη συνεργασία του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και τη δημιουργία Διακομματικού Οργάνου.
Παρά τις αντιρρήσεις του επιστημονικού κόσμου, η ηγεσία του υπουργείου Υγείας αποφάσισε να προχωρήσει στην εφαρμογή αυτού του κατάπτυστου, τόσο για τους ασφαλισμένους όσο και τους ιατρούς, μέτρο. Για πρώτη φορά, μπαίνουν σοβαρά εμπόδια στη δωρεάν και ελεύθερη επίσκεψη των ασφαλισμένων στους συμβεβλημένους, με τον ΕΟΠΥΥ ειδικούς ιατρούς. Επί της ουσίας, δηλαδή, καταργείται η επίσκεψη στον ιατρό μέσω του ταμείου, εκτός και αν οι ασφαλισμένοι παραπεμφθούν σε αυτόν από τον οικογενειακό ιατρό των δημοσίων μονάδων υγείας.
Το μέτρο αυτό θα είναι μεγάλο πλήγμα για τους χρονίως πάσχοντες, οι οποίοι θα ταλαιπωρούνται διπλά κάθε μήνα προκειμένου να υποβάλλονται στις απαιτούμενες εξετάσεις και να παίρνουν τα φάρμακά τους, αλλά και για τους ελευθεροεπαγγελματίες ιατρούς, πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται ήδη στο χείλος της καταστροφής. Το μέτρο αυτό για αρκετούς συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ ελευθεροεπαγγελματίες ιατρούς, κυρίως τους κλινικοεργαστηριακούς, μπορεί να αποτελέσει το τελειωτικό «χτύπημα».
Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος έχει επισημάνει από την πρώτη στιγμή ότι οι προϋποθέσεις για τη θεσμοθέτηση της ΠΦΥ πρέπει να είναι ο ολοκληρωμένος υγειονομικός χάρτης υπηρεσιών και αναγκών, η ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών στο σύστημα Υγείας, η ελεύθερη επιλογή ιατρού από τον πολίτη, η αξιοποίηση ολόκληρου του ιατρικού προσωπικού και η ιατρική λειτουργία μέσα από θεραπευτικά και διαγνωστικά πρωτόκολλα. Βεβαίως και βασικό συστατικό του συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας πρέπει να είναι ο οικογενειακός ιατρός, είτε ως δημόσιος λειτουργός (υπηρετών στις δημόσιες δομές) είτε ως συμβεβλημένος με τον ΕΟΠΥΥ. Πλην όμως, ο οικογενειακός ιατρός (γενικής ιατρικής, παθολόγος, παιδίατρος) πρέπει να αποτελεί δικαίωμα και όχι υποχρέωση κάθε πολίτη.
Ο ρόλος του πρέπει να είναι διαφορετικός απ’ αυτόν που του δίνει η ηγεσία του υπουργείου Υγείας. Ο οικογενειακός ιατρός πρέπει να είναι ο σύμβουλος της οικογένειας, να δραστηριοποιείται στην πρόληψη και την αγωγή υγείας του πληθυσμού, στη διαμόρφωση του ιατρικού φακέλου του ασθενούς, στη διαχείριση των χρόνιων νοσημάτων, και όχι αυτός που θα δίνει «κάρτα εισόδου» των ασφαλισμένων στο σύστημα. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν δεν αλλάξει ο πολιτικός σχεδιασμός θα μείνει ο πληθυσμός ακάλυπτος από Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας με επιπλέον φόρτιση των ήδη φορτισμένων στα όριά τους νοσοκομείων.
Παράλληλα, η δημιουργία των ΤΟΜΥ δεν προχωρά σύμφωνα με τον σχεδιασμό, ενώ ο ΕΟΠΥΥ, από τη λειτουργία του το 2012 μέχρι σήμερα, παρά τα όποια βήματα εξορθολογισμού έχουν γίνει, δεν παύει να παρέχει υποβαθμισμένες υπηρεσίες προς ασφαλισμένους και παρόχους υγείας. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ είναι περί τα 6,5 δισ. και χαρακτηρίζεται από τη μείωση της κρατικής επιχορήγησης από 326 εκατομμύρια το 2017 στα 100 εκατ. το 2018, με αποτέλεσμα, παρά την ικανοποιητική εισροή των ασφαλιστικών εισφορών από τον ΕΦΚΑ, να βάζει ο ασθενής βαθιά το χέρι στην τσέπη για την υγεία του.
Εκτός από τα παραπάνω, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος είχε υποβάλει στην ηγεσία του υπουργείου Υγείας προτάσεις οι οποίες αφορούσαν μεταξύ άλλων:
– Τη στελέχωση των δημόσιων δομών με ιατρούς βασικών ειδικοτήτων και λοιπό ιατρικό προσωπικό.
– Τη λειτουργία των Αστικών Κέντρων Υγείας, τα οποία θα έχουν όλες τις ειδικότητες και θα εφημερεύουν επί 24ώρου βάσεως.
– Τη δημιουργία ανεξάρτητων Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) τα οποία θα αποσυμφορήσουν τα νοσοκομεία και θα επιτρέψουν στους ιατρούς των νοσηλευτικών ιδρυμάτων να παρέχουν δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη.
– Να μη γίνεται δεκτό στα νοσοκομεία κανένα παραπεμπτικό αν δεν έρχεται από δημόσια δομή ή πάροχο υγείας του ιδιωτικού τομέα.
– Να αξιοποιηθούν οι ιατροί ειδικοτήτων, οι οποίοι προσφέρουν υπηρεσίες στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας.
– Να συμβληθούν με τον ΕΟΠΥΥ – όσοι το επιθυμούν, με αμοιβή κατά πράξη και περίπτωση.
– Να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στις νησιωτικές – ακριτικές και δυσπρόσιτες περιοχές, με κίνητρα οικονομικά και όχι μόνο.
Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του gatekeeping, ο ΠΙΣ ζητεί την απόσυρση της απόφασης που θέτει εμπόδια στην ελεύθερη πρόσβαση των ασφαλισμένων στο Σύστημα Υγείας και καλεί την ηγεσία του υπουργείου Υγείας να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερο σεβασμό τις ανάγκες των ασφαλισμένων και δη των ηλικιωμένων και των χρονίως πασχόντων.