Ηλεκτρολόγοι μηχανικοί του University of California, San Diego, επέδειξαν μια νέα μέθοδο ασύρματης επικοινωνίας η οποία λειτουργεί μέσω της αποστολής μαγνητικών σημάτων μέσω του ανθρώπινου σώματος. Η νέα αυτή τεχνολογία θα μπορούσε να προσφέρει έναν χαμηλότερων ενεργειακών απαιτήσεων και πιο ασφαλή τρόπο μετάδοσης πληροφοριών μεταξύ wearable ηλεκτρονικών συσκευών, παρέχοντας μια καλύτερη εναλλακτική στα υπάρχοντα συστήματα ασύρματης επικοινωνίας, όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους παρουσιάστηκαν στις 26 Αυγούστους στην 37η ετήσια διεθνή συνδιάσκεψη του IEEE Engineering in Medicine and Biology Society στο Μιλάνο. Αν και η δουλειά των ερευνητών είναι ακόμα σε στάδιο επίδειξης (proof of concept), οραματίζονται εξέλιξή της σε ένα ασύρματο σύστημα εξαιρετικά χαμηλής ενέργειας, που μπορεί εύκολα να μεταδίδει πληροφορίες μέσα από το ανθρώπινο σώμα. Πιθανή εφαρμογή αυτής της τεχνολογίας θα μπορούσε να είναι ένα ασύρματο δίκτυο αισθητήρων για παρακολούθηση της υγείας ολόκληρου του σώματος.
«Στο μέλλον, οι άνθρωποι θα φορούν περισσότερες ηλεκτρονικές συσκευές, όπως έξυπνα ρολόγια, fitness trackers και συσκευές παρακολούθησης υγείας. Όλες αυτές οι συσκευές θα πρέπει να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους. Επί της παρούσης, αυτές οι συσκευές μεταδίδουν δεδομένα μέσω Bluetooth, κάτι που απαιτεί πολλή ενέργεια. Αναζητούμε νέους τρόπους για τη μετάδοση πληροφοριών στο ανθρώπινο σώμα, που θα απαιτούν πολύ λιγότερη ενέργεια» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πάτρικ Μέρσιερ, καθηγητής του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών/ Υπολογιστών στο πανεπιστήμιο, ο οποίος ηγήθηκε της έρευνας.
Οι ερευνητές επέδειξαν μια τεχνική, ονόματι επικοινωνία μαγνητικών πεδίων στο ανθρώπινο σώμα ( magnetic field human body communication), η οποία χρησιμοποιεί το σώμα ως το μέσον για την αποστολή μαγνητικής ενέργειας μεταξύ ηλεκτρονικών συσκευών. Ένα πλεονέκτημα του συστήματος αυτού είναι ότι τα μαγνητικά πεδία είναι ικανά να περνούν ανεμπόδιστα μέσα από ιστούς, οπότε και τα σήματα μεταδίδονται με πολύ μικρότερη κατανάλωση ενέργειας. Αναλυτικότερα, δοκιμές έδειξαν ότι οι «απώλειες πορείας» που σχετίζονται με αυτή τη μέθοδο είναι πάνω από 10 εκατ. φορές μικρότερες με αυτές που παρατηρούνται στη χρήση Bluetooth. Επίσης, οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι δεν τίθεται θέμα κινδύνων για την υγεία, λόγω της εξαιρετικά χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου θεωρείται ότι θα είναι η αυξημένη ασφάλεια σε σχέση με δίκτυα Bluetooth, λόγω της χρήσης του ανθρωπίνου σώματος ως μέσου- οπότε και θα είναι πολύ πιο δύσκολη η υποκλοπή σημάτων, καθώς η ισχύς τους είναι μεγάλη «μέσα» στο σώμα, αλλά πολύ μικρή «έξω» από αυτό.