Ερευνητές της Microsoft και του University of Washington πέτυχαν ένα «πρώιμο, αλλά σημαντικό» (σύμφωνα με ανακοίνωση της Microsoft) ρεκόρ στην αποθήκευση δεδομένων σε DNA, αποθηκεύοντας 200 MB δεδομένων σε μοριακές αλυσίδες.
Όπως υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση, το εντυπωσιακό δεν είναι μόνο πόσο μεγάλος ήταν ο όγκος των δεδομένων που κωδικοποιήθηκαν σε συνθετικό DNA και μετά αποκωδικοποιήθηκαν, αλλά το σε πόσο χώρο έγινε αυτό: Με την κωδικοποίησή τους, τα δεδομένα κατέλαβαν μια θέση σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα «πολύ μικρότερη από τη μύτη ενός μολυβιού» σύμφωνα με τον Ντάγκλας Καρμέαν, στέλεχος της Microsoft που έχει την επίβλεψη του project.
Η ομάδα των ερευνητών αποθήκευσε ψηφιακές εκδόσεις έργων τέχνης, την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε πάνω από 100 γλώσσες, τα κορυφαία 100 βιβλία του Project Guttenberg και τη βάση δεδομένων DNA του Crop Trust.
Σημαντικό πλεονέκτημα του DNA ως μέσου αποθήκευσης σε σχέση με τα συμβατικά είναι η αντοχή του στον χρόνο: Ενδεικτικά, το DNA των μαμούθ ήταν αναγνώσιμο πολλές χιλιάδες χρόνια μετά την εξαφάνισή τους. «Όσο υπάρχει ζωή που βασίζεται σε DNA στον πλανήτη, θα μας ενδιαφέρει η ανάγνωσή του» λέει η Κάριν Στράους, επικεφαλής ερευνήτρια της Microsoft πάνω στο συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Η βασική αρχή της αποθήκευσης δεδομένων στο DNA είναι η «μετάφραση» των δεδομένων από 1 και 0 στα «γράμματα» των τεσσάρων νουκλεοτιδικών βάσεων μιας αλυσίδας DNA: (Α)δενίνη, (Κ)υτοσίνη, (Γ)ουανίνη, (Θ)υμίνη. Η ανάγνωση αυτών των δεδομένων προϋποθέτει τη χρήση μιας τεχνικής (PCR) για την «ενίσχυση» των αλυσίδων που επιθυμείται να ανακτηθούν. Στη συνέχεια λαμβάνεται δείγμα και γίνεται αποκωδικοποίηση του DNA, με υπολογισμούς διόρθωσης λαθών.
Η ομάδα της Microsoft και του UW είναι μόνο μία από τις πολλές που υπάρχουν στον κόσμο οι οποίες δουλεύουν πάνω στον συγκεκριμένο τομέα- και είναι γενική αποδοχή ότι υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος μπροστά.