Του Κώστα Δεληγιάννη
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται το σύμπαν, Πορτογάλοι επιστήμονες υπολόγισαν πως το τέλος της «ζωής» του δεν πρόκειται να συμβεί πριν από τουλάχιστον 2,8 δισεκατομμύρια χρόνια.
Οι κοσμολόγοι γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι η γέννηση του Σύμπαντος τοποθετείται πριν από 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια, από έναν «κοσμικό σπόρο» τεράστιας πυκνότητας που άρχισε να διαστέλλεται. Αστρονομικές παρατηρήσεις έχουν επίσης δείξει πως, περίπου 9 δισεκατομμύρια έτη αργότερα, η διαστολή άρχισε να αυξάνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό.
Ένα σενάριο για τη μοίρα του σύμπαντος είναι πως ο ρυθμός διαστολής του θα παραμείνει σταθερός, με συνέπεια στο μακρινό μέλλον να σταματήσουν να δημιουργούνται καινούριοι αστέρες και να «σβήσουν» όλα τα άστρα που έχουν σχηματισθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή, καθώς θα ξεμείνουν από «καύσιμα».
Στη συνέχεια θα εξαφανισθούν και οι μαύρες τρύπες, λόγω της ακτινοβολίας που εκπέμπουν, έτσι ώστε ο «κόσμος» να βρεθεί τελικά σε μία αιώνια κατάσταση απόλυτου σκότους και βαθιάς κατάψυξης (Big Freeze).
Η επιτάχυνση της διαστολής αποδίδεται από τους επιστήμονες στη σκοτεινή ενέργεια, η οποία δρα αντίθετα από τη βαρύτητα και κατακλύζει το σύμπαν. Καθώς η φύση της σκοτεινής ενέργειας είναι άγνωστη, είναι πιθανό η ποσότητά της να αυξάνεται προοδευτικά με τον χρόνο, κάτι που θα σημαίνει πως ο ρυθμός της διαστολής θα αυξάνεται με ολοένα μεγαλύτερο ρυθμό.
Σε αυτή την περίπτωση, η ιστορία του σύμπαντος θα ολοκληρωθεί με το «μεγάλο σχίσμα» (Big Rip), όταν θα διαρρηχθεί ακόμη και αυτό το χωροχρονικό συνεχές.
Παλαιότερες προβλέψεις για αυτό το σενάριο τοποθετούν αυτό το «μεγάλο σχίσμα» 22 δισεκατομμύρια χρόνια από σήμερα. Θα μπορούσε όμως να συμβεί νωρίτερα;
Για να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, ο Ντιέγκο Σάζε-Γκόμεζ και συνάδελφοί του από το πανεπιστήμιο της Λισαβόνας δημιούργησαν μία υπολογιστική προσομοίωση για τη συμπαντική εξέλιξη, χρησιμοποιώντας τα πιο πρόσφατα δεδομένα σχετικά με τη διαστολή του «κόσμου».
Τα στοιχεία αυτά προήλθαν από τις μετατοπίσεις γειτονικών αστέρων και σουπερνόβα, όπως και από «βαρυονικές ακουστικές ταλαντώσεις», δηλαδή ρυτιδώσεις στην κατανομή της ύλης στο Σύμπαν. Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται η μελέτη της συμπεριφοράς της σκοτεινής ενέργειας.
Με βάση την υπολογιστική προσομοίωση, οι επιστήμονες βρήκαν πως η πιο σύντομη εκτίμηση για το «μεγάλο σχίσμα» το τοποθετεί χρονικά σε περίπου 2,8 δισεκατομμύρια χρόνια από σήμερα.
Όσον αφορά το πλέον απώτερο χρονικά όριο, το μοντέλο μετέθεσε το «μεγάλο σχίσμα» στο άπειρο, κάτι που πρακτικά σημαίνει πως το συγκεκριμένο τέλος δεν συμβεί ποτέ, αφού αντίθετα ο «κόσμος» θα καταλήξει στη «βαθιά κατάψυξη».
Με δεδομένο πως ο Ήλιος δεν αναμένεται να «σβήσει» πριν από τουλάχιστον 5 δισεκατομμύρια χρόνια, δημιουργεί πάντως έκπληξη το γεγονός ότι το σύμπαν μπορεί να ολοκληρώσει τη «ζωή» του τόσο νωρίς.
Ωστόσο, σενάρια όπως το «μεγάλο σχίσμα» προέρχονται από το γεγονός ότι η φυσική επιστήμη κάθε άλλο παρά πλήρης είναι, αφού για παράδειγμα δεν μπορεί να «συμφιλιώσει» την κβαντομηχανική με τη βαρυτική θεωρία, δηλαδή τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας.
Επομένως, η χρονική εκτίμηση τέτοιων εκδοχών για το «τέλος» του σύμπαντος ουσιαστικά δίνει τη δυνατότητα στους επιστήμονες να εξερευνήσουν από μία εναλλακτική σκοπιά άλυτα ερωτηματικά της φυσικής.