Μετά από εννέα χρόνια στο διάστημα, συλλέγοντας πολύτιμα επιστημονικά δεδομένα, το διαστημικό τηλεσκόπιο Kepler της NASA έμεινε από καύσιμα, τα οποία χρειάζεται για να συνεχίσει την επιστημονική του αποστολή. Ως εκ τούτου, η αμερικανική διαστημική υπηρεσία αποφάσισε να το αποσύρει από την ενεργό υπηρεσία, στην τροχιά όπου βρίσκεται τώρα, μακριά από τη Γη.
Το Kepler αφήνει πίσω του μια βαριά κληρονομιά 2.600 ανακαλύψεων πλανητών εκτός του ηλιακού μας συστήματος, πολλοί εκ των οποίων θεωρείται πως θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν ζωή. «Ως η πρώτη αποστολή “κυνηγιού πλανητών” της NASA, το Kepler υπερέβη ακόμα και τις μεγαλύτερες προσδοκίες μας, ανοίγοντας τον δρόμο για την εξερεύνηση και την αναζήτηση ζωής στο ηλιακό σύστημα και πέρα από αυτό» είπε ο Τόμας Ζούρμπουχεν, associate administrator του Science Mission Directorate της NASA στην Ουάσιγκτον. «Δεν μας έδειξε απλά πόσοι πλανήτες βρίσκονται εκεί έξω, αλλά εγκαινίασε έναν εντελώς νέο τομέα έρευνας, που συγκλόνισε την επιστημονική κοινότητα. Οι ανακαλύψεις του έχουν ρίξει νέο φως στη θέση μας στο σύμπαν, και φώτισαν τα μεγάλα μυστήρια και τις πιθανότητες μεταξύ των άστρων».
Το Kepler πραγματικά άλλαξε τα δεδομένα ως προς τις γνώσεις που έχουμε σήμερα για τους πλανήτες που υπάρχουν στον γαλαξία μας. Η πιο πρόσφατη ανάλυση των ανακαλύψεών του κατέληξε στο συμπέρασμα πως 20%-50% των άστρων που είναι ορατά στον νυχτερινό ουρανό είναι πιθανόν να έχουν μικρούς, πιθανώς βραχώδεις πλανήτες παρόμοιου μεγέθους με τη Γη, οι οποίοι βρίσκονται στην κατοικήσιμη ζώνη των άστρων τους: Αυτό σημαίνει ότι βρίσκονται σε αποστάσεις από τα άστρα όπου είναι δυνατή η συσσώρευση νερού σε υγρή μορφή- ζωτικής σημασίας «συστατικό» για τη ζωή όπως τη γνωρίζουμε.
Το πιο κοινό μέγεθος μεταξύ των πλανητών που εντόπισε το Kepler δεν συναντάται στο ηλιακό μας σύστημα: Πρόκειται για πλανήτες μεγέθους μεταξύ αυτού της Γης και αυτού του Ποσειδώνα, και υπάρχουν ακόμα πολλά που μπορούμε να μάθουμε για αυτούς. Επίσης, το διαστημικό τηλεσκόπιο έδειξε πως η φύση συχνά παράγει «συνωστισμένα» πλανητικά συστήματα, σε κάποιες περιπτώσεις με τόσους πολλούς πλανήτες σε τροχιά κοντά στα άστρα τους, που το δικό μας σύστημα φαντάζει συγκριτικά ευρύχωρο.
«Όταν αρχίσαμε να σκεφτόμαστε αυτή την αποστολή, πριν 35 χρόνια, δεν γνωρίζαμε ούτε έναν πλανήτη έξω από το ηλιακό μας σύστημα» είπε ο Γουΐλιαμ Μπορούκι, ιδρυτικός επικεφαλής ερευνητής της αποστολής Kepler. «Τώρα ξέρουμε πως πλανήτες βρίσκονται παντού. Το Kepler μας έβαλε σε νέο δρόμο, που είναι γεμάτος υποσχέσεις για τις επόμενες γενιές που θα εξερευνήσουν τον γαλαξία μας».
Το Kepler εκτοξεύτηκε στις 6 Μαρτίου 2009, συνδυάζοντας τεχνολογίες αιχμής για τη μέτρηση της φωτεινότητας των άστρων με τη μεγαλύτερη ψηφιακή κάμερα που είχε ως τότε χρησιμοποιηθεί για παρατηρήσεις στο διάστημα. Έχοντας αρχικά τοποθετηθεί σε θέση που του επέτρεπε να παρατηρεί συνεχώς 150.000 άστρα σε έναν τομέα του ουρανού, στον αστερισμό του Κύκνου, το Kepler πραγματοποίησε την πρώτη τοπογράφηση πλανητών στον γαλαξία μας και έγινε η πρώτη αποστολή εντοπισμού πλανητών μεγέθους αντίστοιχου της Γης, στις κατοικήσιμες ζώνες των άστρων τους.
Τέσσερα χρόνια στην αποστολή, αφού οι πρωταρχικοί στόχοι είχαν εκπληρωθεί, μηχανικά προβλήματα προκάλεσαν προσωρινή παύση των παρατηρήσεών του. Ωστόσο, η ομάδα της αποστολής μπόρεσε να λύσει τα προβλήματα, αλλάζοντας το οπτικό του πεδίο κάθε περίπου τρεις μήνες. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα μιας παρατεταμένης αποστολής, υπό την ονομασία Κ2, διάρκειας όσο και η πρώτη, που έφερε τον αριθμό των άστρων που κατέγραψε το διαστημικό τηλεσκόπιο σε άνω των 500.000. Τα στοιχεία του Kepler εκτιμάται πως θα απασχολούν τους επιστήμονες για μια δεκαετία ακόμα. «Ξέρουμε πως η απόσυρση του διαστημοπλοίου δεν είναι το τέλος των ανακαλύψεων του Kepler» είπε η Τζέσι Ντότσον, επιστήμονας στο Ames Research Center της ΝASA στη Σίλικον Βάλεϊ: Σημειώνεται πως, πριν απόσυρσή του, οι επιστήμονες αξιοποίησαν πλήρως τις δυνατότητές του, ολοκληρώνοντας επιτυχώς πολλαπλές «επιχειρήσεις» παρατήρησης του ουρανού και παρέχοντας πολύτιμα επιστημονικά δεδομένα. Τα πιο πρόσφατα από αυτά, της Campaign 19, θα χρησιμοποιηθούν επικουρικά στα δεδομένα από τον νέο «κυνηγό πλανητών» της NASA, το TESS (Transiting Exoplanet Survey Satellite), που εκτοξεύτηκε τον Απρίλιο.