Skip to main content

Tiny Rowland: Επιχειρηματίας, κατάσκοπος και ένας ιδεολόγος του κέρδους, που «χρειαζόταν προβλήματα»

Reuters

Η πολυτάραχη ζωή του Βρετανού μεγιστάνα, που γεννήθηκε στην Ινδία, έζησε για λίγο στη Γερμανία και πλούτισε στην Αφρική

«Χρειάζομαι προβλήματα. Ένα καλό πρόβλημα με κάνει πάντα να αισθάνομαι ζωντανός» δήλωνε στις 5 Μαρτίου 1990 στους Times ο Βρετανός επιχειρηματίας Tiny Rowland. Αν κρίνουμε από τη δράση του – φανερή και παρασκηνιακή – μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν έλειπαν τα προβλήματα. Ο ίδιος άλλωστε φρόντιζε να γίνεται «πρόβλημα» για όσους είχε απέναντί του.

Είχε μια μακροχρόνια κόντρα με το βρετανικό κατεστημένο, το οποίο έδειχνε να περιφρονεί, αρκετές «περιπέτειες» στην Αφρική, όπου είχε εξαπλώσει την «αυτοκρατορία» του και δεχόταν συχνά – πυκνά οξύτατη κριτική για ανοχή αν όχι στήριξη του επαίσχυντου απαρτχάιντ. Τόσο όσο ήταν εν ζωή όσο και μετά τον θάνατό του ήταν έντονη η φημολογία, που τον ήθελε να είναι πράκτορας της MI6, της Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Βρετανίας.

Γεννήθηκε ως Ρόλαντ Φέρχοπ στις 27 Νοεμβρίου 1917 κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σε ένα βρετανικό στρατόπεδο εγκλεισμού για ξένους, λίγο έξω από την Καλκούτα της Ινδίας. Η μητέρα του ήταν Αγγλο-Ολλανδή και ο πατέρας του, Βίλχελμ Φέρχοπ, ήταν Γερμανός έμπορος εξαγωγών – εισαγωγών στην Καλκούτα. Παρά τις βρετανικές ρίζες της μητέρας του, οι γονείς του θεωρούνται «εξωτερικοί εχθροί» κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά τον πόλεμο αρνήθηκαν να εισέλθουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και εγκαταστάθηκαν στο Αμβούργο της Γερμανίας.

Από τη ναζιστική Γερμανία στην Αγγλία και από το Φέρχοπ… στο Ρόουλαντ

Λέγεται ότι για το παρατσούκλι «Tiny» (που σημαίνει στα αγγλικά μικροσκοπικός) ευθύνεται η νταντά του. Τον φώναζε “χαϊδευτικά” έτσι, για τον εντελώς αντίθετο λόγο από ό,τι θα περίμενε κανείς. Ήταν ένα πολύ μεγαλόσωμο μωρό. Στη δεκαετία του 1930, ο Tiny εντάχθηκε για λίγο στη νεολαία του Χίτλερ, υπό την παρότρυνση φίλων του, αν και ο πατέρας του ήταν σθεναρά αντίθετος στις θέσεις του φίρερ και του ναζιστικού καθεστώτος. Και ο ίδιος μετάνιωσε γρήγορα την επιλογή του αυτή. Το 1937 η οικογένεια πήγε στη Βρετανία για να «δραπετεύσει» από την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία. 

Φοίτησε στο Churcher’s College στο Hampshire και απέκτησε βρετανική προφορά και τους τρόπους της αγγλικής ελίτ. Τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα έγιναν στη ναυτιλιακή επιχείρηση του θείου του στο City του Λονδίνου. Επέλεξε να πάρει το επώνυμο του θείου του, Ρόουλαντ, λίγο μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στρατολογήθηκε στον Βρετανικό Στρατό και υπηρέτησε στο Ιατρικό Σώμα του Βασιλικού Στρατού. Οι γονείς του συνέχισαν να θεωρούνται «εξωτερικοί εχθροί» και φυλακίστηκαν στο Isle of Man, όπου πέθανε η μητέρα του. Ο ίδιος προσπάθησε να οργανώσει την απελεύθερωση του πατέρα του, με αποτέλεσμα να χριστεί και εκείνος «εξωτερικός εχθρός».

Η μετάβαση στη Ροδεσία και η Lonhro

Το 1948, ο Ρόουλαντ μετακόμισε στη Νότια Ροδεσία, όπου ανέλαβε τη διεύθυνση φυτειών καπνού. Το 1962 προσελήφθη ως διευθύνων σύμβουλος στη μεταλλευτική London and Rhodesian Mining and Land Company (Lonrho). Υπό την ηγεσία του, η εταιρεία επεκτεινόταν σταθερά και ουσιαστικά από όμιλος εξόρυξης μετεξελίχθηκε σε κολοσσός ετερογενών δραστηριοτήτων, με επενδύσεις σε εφημερίδες, ξενοδοχεία, υφάσματα, υπηρεσίες διανομής.

Το 1973 οκτώ διευθυντές της Lonrho ζήτησαν από το ΔΣ την απόλυση του Ρόουλαντ, τόσο λόγω της ιδιοσυγκρασίας του όσο και λόγω των ισχυρισμών ότι είχε αποκρύψει οικονομικές πληροφορίες και είχε αναπτύξει «ύποπτες» σχέσεις με τους ηγέτες ανά την Αφρική. Τον στήριξαν ωστόσο οι μέτοχοι και παρέμεινε στη θέση του.

«Το απαράδεκτο πρόσωπο του καπιταλισμού» ή απλά…πράκτορας;

Ο Συντηρητικός πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Έντουαρντ Χιθ τον είχε εκείνη τη χρονιά χαρακτηρίσει «το δυσάρεστο και απαράδεκτο πρόσωπο του καπιταλισμού», ενώ μέρος του Τύπου σχολίαζε πως είναι ένας «ιδεολόγος του κέρδους».

Ο Ρόουλαντ είχε καλές σχέσεις με τους Αφρικανούς αρχηγούς κρατών, συμπεριλαμβανομένων των Μουάμαρ Καντάφι της Λιβύης, Κένεθ Κάουντα της Ζάμπια και Τζόμο Κενιάτα, Ντάνιελ Αράπ Μόι της Κένυας. Αυτές του εξασφάλιζαν άκρως ευνοϊκή φορολόγηση.

Είχε επίσης εύκολη πρόσβαση στον αρχηγό της CIA των Ηνωμένων Πολιτειών Μπιλ Κέισι, στον αναπληρωτή επικεφαλής της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών Μοσάντ Ντέιβιντ Κίμτσε και στον έμπορο όπλων της Μέσης Ανατολής Αντνάν Κασόγκι. Ο βοηθός γραμματέας του Ρόναλντ Ρίγκαν για τις αφρικανικές υποθέσεις τη δεκαετία του 1980, ο Τσέστερ Κρόκερ, ήταν σημαντικός παίκτης στην πολιτική της Νότιας Αφρικής μέσω της πολιτικής της «εποικοδομητικής δέσμευσης» προς την Πρετόρια. Εμπιστευόταν τον Ρόουλαντ λόγω της απεριόριστης πρόσβασής του στους Αφρικανούς αρχηγούς κρατών.

Δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η προσωπική του περιουσία κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της Μάργκαρετ Θάτσερ. Αυτό οφείλεται εν μέρει στον πρόεδρο Lonrho, Σερ Έντουαρντ ντι Καν, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην εκλογή της Θάτσερ στην ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος το 1975. Η ίδια η Θάτσερ τον θεωρούσε «εξαιρετικό».

Η είσοδός του στον Τύπο

Για τον βρετανικό Τύπο ωστόσο ο Ρόουλαντ ήταν μάλλον ένα αντιπαθές αουτσάιντερ. Θέλησε να το αλλάξει αυτό και κυρίως να ενισχύσει την επιρροή του εντός της Βρετανίας, αγοράζοντας την εφημερίδα The Observer, το 1983. Έδωσε επίσης μάχη για να αποκτήσει τον έλεγχο του πολυκαταστήματος Harrods στο Knightsbridge, αλλά ηττήθηκε από τον Αιγύπτιο Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ.

Δέκα χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1993, σε ένα «πραξικόπημα» που σχεδίασε ο Γερμανός μεγιστάνας Ντίτερ Μποκ, ο Ρόουλαντ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του προέδρου της Lonrho. Τον διαδέχθηκε ο πρώην διπλωμάτης Σερ Τζον Λίχι. Τον Μάρτιο του 1995 είδε την πόρτα της εξόδου.

Το 1996, ο Πρόεδρος Νέλσον Μαντέλα απένειμε στον Ρόουλαντ το μετάλλιο του Τάγματος της Καλής Ελπίδας, την υψηλότερη τιμή στη Νότια Αφρική. Ο Ρόουλαντ πέθανε από καρκίνο στο Λονδίνο στις 25 Ιουλίου 1998.