Skip to main content

Κορωνοϊός- Γερμανία: Ανησυχία για το νέο στέλεχος- Με ποιο τρόπο θα αναχαιτιστεί

Παρόλο που η έναρξη του μαζικού εμβολιασμού διεθνώς συνοδεύτηκε από αισιοδοξία για την αρχή του τέλους της πανδημίας, η ανάδυση νέων στελεχών έχει προκαλέσει ιδιαίτερο προβληματισμό για την πορεία της πανδημίας.

Μια πρόσφατη μελέτη από την Οξφόρδη έδειξε ότι το νέο στέλεχος B.1.1.7 είναι έως και 35% περισσότερο μεταδοτικό από τον κλασικό ιό SARS-CoV-2. Αυτό, δυστυχώς, είναι πιθανώς χειρότερο απ’ ό,τι ο ιός να ήταν περισσότερο θανατηφόρος, καθώς κάθε νέο κρούσμα θα μολύνει περισσότερα άτομα που αυτά με τη σειρά τους θα μολύνουν ακόμα περισσότερους και έτσι ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων θα ανέβει εκθετικά. 

Το στέλεχος B.1.1.7 έχει αρχίσει να εξαπλώνεται στη Γερμανία, αλλά ο Γερμανός καθηγητής  ιολόγος Christian Drosten, σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Der Spiegel,  σχετικά με την πορεία της πανδημίας COVID-19,  θεωρεί ότι εάν ο αριθμός των κρουσμάτων παραμείνει κάτω από ένα συγκεκριμένο ουδό, υπάρχει η ελπίδα ότι το στέλεχος δε θα εξαπλωθεί τόσο γρήγορα όσο στο Ηνωμένο Βασίλειο. 

Το εμβόλιο προκαλεί ανοσολογική ανταπόκριση έναντι σε ποικιλία αντιγόνων του ιού SARS-CoV-2 και αυτό αφορά τόσο τη Β-κυτταρική ανοσία με τη δημιουργία αντισωμάτων όσο και την Τ-κυτταρική ανοσία. Την περασμένη εβδομάδα ομάδα εμπειρογνωμόνων στη Γερμανία συνεδρίασε σχετικά με την πορεία των μέτρων πρόληψης της μετάδοσης του SARS-CoV-2. Ιδιαίτερη συζήτηση έγινε για τα σχολεία και τα τμήματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρεί κλειστά. 

Ο καθηγητής Drosten υποστηρίζει επίσης την εξ αποστάσεως εργασία και φέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ιρλανδία, όπου εφαρμόστηκε αυστηρή πολιτική κατ’ οίκον εργασίας και έφερε σημαντικά αποτελέσματα. Βασικό στοιχείο της επιτυχίας αυτού του μέτρου είναι η μείωση του συνωστισμού στα μέσα μαζικής μεταφοράς.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι η υποστήριξη των κοινωνικά περιθωριοποιημένων πολιτών που ζουν και εργάζονται σε μικρούς, κλειστούς χώρους και δεν είναι εύκολο να τηρούν τα μέτρα σωματικής απομάκρυνσης. Αυτή τη στιγμή ο ρυθμός αναπαραγωγής R βρίσκεται στο 0.9.

Είναι σημαντικό ότι πλέον έχει πέσει κάτω από το 1, ώστε ο αριθμός των κρουσμάτων να ξεκινήσει να μειώνεται. Ωστόσο, δεν είναι ακόμα σε αποδεκτά επίπεδα ώστε να καταστεί δυνατή η χαλάρωση των μέτρων.  Με το δείκτη R στο 0.9 υπολογίζεται ότι απαιτείται ένας μήνας για να μειωθεί ο αριθμός των κρουσμάτων στο μισό.

Εφόσον ο δείκτης R πέσει στο 0.7 με την εντατικοποίηση των μέτρων αποτροπής της μετάδοσης της COVID-19, ο αριθμός των κρουσμάτων θα μειωθεί στο μισό σε μία εβδομάδα. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να σταματήσει η μετάδοση του νέου στελέχους. Ο καθηγητής Drosten σημειώνει ότι είναι ιδιαίτερα ανήσυχος για την πορεία της πανδημίας την άνοιξη και το καλοκαίρι.

Καθώς θα ολοκληρωθεί ο πληθυσμιακός εμβολιασμός των ηλικιωμένων, θα υπάρχει ιδιαίτερη οικονομική, κοινωνική, πολιτική και ίσως νομική πίεση να τερματίσει η ισχύς των έκτακτων μέτρων έναντι της μετάδοσης της COVID-19. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πολύ πιθανό να δούμε μια τεράστια έξαρση των κρουσμάτων σε σύντομο χρονικό διάστημα, το οποίο μπορεί να ανέλθει έως και τις 100.000 νέα κρούσματα ανά ημέρα στη χειρότερη περίπτωση. Βεβαίως, αυτά τα κρούσματα θα αφορούν ως επί το πλείστον νεότερα άτομα που έχουν μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν σοβαρή νόσο.

Ωστόσο, εάν υπάρξει μια τέτοιου βαθμού έξαρση των κρουσμάτων, οι μονάδες εντατικής θεραπείας θα γεμίσουν σε κάθε περίπτωση και αρκετοί άνθρωποι θα καταλήξουν. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να καμφθεί η επιδημιολογική καμπύλη όσο γίνεται περισσότερο προτού αρχίσει η επάνοδος στην καθημερινότητα.

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) (https://mdimop.gr/covid19/) συνοψίζουν τη συνέντευξη Drosten.