Skip to main content

ΑΚΥΡΟ

Περισσότερο από μισός αιώνας έχει περάσει από την πρώτη εφαρμογή των κοινών εισαγωγικών εξετάσεων για τις Ανώτατες Σχολές. Συγκεκριμένα το 1964 καθιερώθηκε το σύστημα των κεντρικών εξετάσεων με την ευθύνη του Υπουργείου Παιδείας. Μέχρι τότε οι εισαγωγικές εξετάσεις διοργανώνονταν από κάθε ίδρυμα χωριστά. Από το 1964 μέχρι σήμερα εφαρμόστηκαν 7 διαφορετικά συστήματα εισαγωγής, που δέχονταν αλλαγές στη διάρκεια της εφαρμογής τους, μικρές ή μεγαλύτερες, ανάλογα με τις δυσλειτουργίες που προέκυπταν.

Κοινό βασικό χαρακτηριστικό όλων των συστημάτων εισαγωγής ήταν οι εξετάσεις σε πανελλήνιο επίπεδο σε 4, συνήθως, μαθήματα και η κατανομή των σχολών σε ομάδες με την εισαγωγή στις σχολές κάθε ομάδας να επιτυγχάνεται με την επιλογή των 4 εξεταζομένων μαθημάτων. Σε μερικά από αυτά τα συστήματα εισαγωγής μετρούσαν οι βαθμοί του σχολείου, σε άλλα όχι. Αυτός ο τρόπος επιλογής των μαθητών που θα συνεχίσουν τις σπουδές τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κέρδισε την εμπιστοσύνη του κόσμου γιατί είχε ένα χαρακτηριστικό που είναι εντυπωσιακό για τη χώρα μας: Είναι αδιάβλητο. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι που έκανε τον κόσμο να το εγκρίνει και να μη διαμαρτύρεται για τα προβλήματα που έχει. Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι δίκαιο, αφού για την εισαγωγή σε πολλές σχολές τα εξεταζόμενα μαθήματα, τα κριτήρια επιλογής δηλαδή, δεν έχουν σχέση με τις απαιτήσεις των σπουδών στη σχολή.

Έχει, όμως, κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου πάνω από μισό αιώνα, τώρα, και ο κόσμος δεν είναι διατεθειμένος να δεχτεί την αλλαγή του. Η προσπάθεια κατάργησης των κεντρικά οργανωμένων εξετάσεων έγινε με τις προτάσεις του ΟΟΣΑ, αλλά και τις δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας. Η αντίδραση του κόσμου, αλλά, κυρίως, το πρόβλημα της επιλογής των φοιτητών στις περιζήτητες σχολές ανάγκασε, τελικά, τον Υπουργό Παιδείας να δηλώσει ότι θα υπάρχουν Πανελλήνιες Εξετάσεις, που τις ονόμασε κεντρικά οργανωμένες εξετάσεις, για όλους τους μαθητές προκειμένου να πάρουν το απολυτήριό τους και με τη βαθμολογία τους να εισάγονται στις Ανώτατες Σχολές. Αυτό που μένει να αποφασιστεί είναι οι τεχνικές λεπτομέρειες, που, όμως, θα κρίνουν και την αξιοπιστία και τη δικαιοσύνη του συστήματος.

Σε όλες τις χώρες του κόσμου γίνεται επιλογή αυτών που θα σπουδάσουν, αφού στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μέχρι το 2020 το 40% του πληθυσμού να είναι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτό, φυσικά, σημαίνει ότι το 60% δεν θα σπουδάσει. Η επιλογή, λοιπόν, είναι απαραίτητη. Η επιλογή αυτή γίνεται με εξωτερική αξιολόγηση. Με εξετάσεις, δηλαδή, που είναι οργανωμένες είτε σε επίπεδο περιφέρειας είτε σε επίπεδο κράτους. Η βαθμολογία σ’ αυτές τις εξετάσεις δίνει, συνήθως, το απολυτήριο λυκείου και αυτό μαζί με άλλα κριτήρια επιτρέπουν την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Μελετώντας τα συστήματα εισαγωγής σε διάφορες χώρες διαπίστωσα ότι τα συστήματα είναι σχετικά ευέλικτα. Υπάρχουν δηλαδή διάφοροι τρόποι εισαγωγής με κάποιες θέσεις να καλύπτονται με συγκεκριμένα κριτήρια που θέτουν τα πανεπιστήμια αλλά και κάποιες άλλες που περισσεύουν να καλύπτονται με χαμηλότερα κριτήρια.

Από την άλλη και οι υποψήφιοι έχουν πολλές επιλογές σε επιστημονικά αντικείμενα και έχουν, πολλές φορές, τη δυνατότητα να αλλάζουν σχολή, αν αυτή της αρχικής τους επιλογής δεν είναι, τελικά, αυτό που τους ταίριαζε.

Οι εξετάσεις διεξάγονται σε ύλη που είναι ορισμένη με θεματικές ενότητες και όχι με σελίδες του μοναδικού σχολικού βιβλίου. Το πολλαπλό βιβλίο είναι σύνηθες φαινόμενο.

Δεν μπορούμε, συνεπώς, να περιμένουμε μεγάλες εκπλήξεις, όπως δείχνει η ιστορία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος του τελευταίου μισού αιώνα, αλλά και από όσα ισχύουν στις άλλες χώρες. Το ζητούμενο από το πολυαναμενόμενο νέο σύστημα εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση είναι να παράγει όσο το δυνατό λιγότερες αδικίες. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται σοβαρή μελέτη και όχι αποφάσεις του ποδαριού, που χρήζουν αναθεώρησης την επόμενη χρονιά, όπως συμβαίνει με το ισχύον σύστημα τα δύο χρόνια που εφαρμόστηκε.