Skip to main content

Οι «γκρίζες ζώνες» της επίσκεψης Τσίπρα στην Άγκυρα

Ανάλυση

Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]

Μέσα σε ένα ταραγμένο εσωτερικό σκηνικό, που χαρακτηρίζεται από την αβεβαιότητα και την πόλωση, με καθημερινό ερωτηματικό στον χρόνο των επόμενων εκλογών, ο κ. Τσίπρας πραγματοποίησε την επίσημη επίσκεψη στην Άγκυρα δεχόμενος κριτική για τον χρόνο τον οποίο επέλεξε.

Όταν ρωτήθηκε ο πρωθυπουργός – από ελληνικό μέσο ενημέρωσης, και μάλιστα φίλα προσκείμενο στην κυβέρνηση – γιατί διάλεξε να πάει τώρα στην Άγκυρα, απάντησε ότι είναι υπέρ των συχνών επαφών ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία ώστε να λύνονται προβλήματα, εξαίροντας την ειλικρινή του σχέση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Στην πραγματικότητα, δεν έπεισε για τον σκοπό της συνάντησης και επιβεβαίωσε εν μέρει όσους θεωρούσαν ότι σκοπός ήταν η ενίσχυση του διεθνούς προφίλ του, εντός της άτυπης και ταραχώδους προεκλογικής περιόδου στην Ελλάδα.

Ακόμα, προκάλεσε σε πολλούς γνωρίζοντες τα διπλωματικά θέματα υπόνοιες ότι ο ίδιος – είναι και υπουργός Εξωτερικών – δεν γνωρίζει τη λεπτή, πλην σημαντική στη διπλωματία, διαφορά ανάμεσα στην επίσημη επίσκεψη στην Άγκυρα και στις άτυπες επαφές μεταξύ δύο ηγετών ώστε να συντηρείται το καλό κλίμα μεταξύ τους.

Η επίσκεψη Τσίπρα δεν ξεκίνησε καλά. Όταν ακόμα ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν στο αεροπλάνο, οι Τούρκοι ανακοίνωσαν ότι επικηρύσσουν τους οκτώ Τούρκους «γκιουλενιστές», αιφνιδιάζοντας την ελληνική διπλωματία και διαμορφώνοντας ερήμην της το κλίμα της συνάντησης. 

Στις επίσημες δηλώσεις που ακολούθησαν μετά τη δίωρη και πλέον συνάντησή τους – με τις πληροφορίες να επιμένουν ότι μέσα στη συνάντηση ήταν μόνο οι δυο τους και μία μεταφράστρια – επιβεβαιώθηκαν δύο πράγματα:

  • Πρώτον, δεν είχε συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών κάποια θετική εξέλιξη που θα μπορούσε να ανακοινωθεί σε μία ή περισσότερες από τις πολλές εκκρεμότητες στο ευρύ φάσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η άτυπη διαρροή της ελληνικής κυβέρνησης ότι αναμένουμε κάποια θετική εξέλιξη στο θέμα της Χάλκης δεν επιβεβαιώθηκε. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ο Τούρκος πρόεδρος ρωτήθηκε, το αντιπαράβαλε αμέσως με το θέμα των Μουφτήδων φέρνοντας σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τον κ. Τσίπρα, ο οποίος δεν απάντησε.
  • Δεύτερον, η συζήτηση ήταν πραγματικά εφ΄ όλης της ύλης (υφαλοκρηπίδα, Κυπριακό, έκδοση οκτώ Τούρκων αξιωματικών, ενεργειακά, Χάλκη, Μουφτήδες, οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες κλπ). Το κλίμα των δηλώσεων ήταν ήπιο και απολύτως τυπικό και από τους δύο, με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όμως να βάζει επισήμως τις τουρκικές θέσεις και διεκδικήσεις στο τραπέζι και τον Αλέξη Τσίπρα να αφήνει αναπάντητη αυτήν την τακτική.

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει είναι τι εννοούσε ο Τούρκος πρόεδρος όταν ανήγγειλε την έναρξη οδικού χάρτη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και γιατί ο κ. Τσίπρας δεν αναφέρθηκε καθόλου σε αυτόν. 

Το δεύτερο ζήτημα είναι τι εννοούσε ο κ. Τσίπρας όταν ανήγγειλε συνεργασία με την Τουρκία στο κομμάτι της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας «για την ασφάλεια των δύο χωρών». Πολλοί στέκονται στην επίμονη αναφορά του κ. Ερντογάν για την έκδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών στην Τουρκία και στη θεσμική απάντηση του κ. Τσίπρα ότι στην Ελλάδα σεβόμαστε τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, αν και πολλοί σημείωσαν ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν δύο – τρία «κλικ» παραπάνω στην καταδίκη των πολιτικών αντιπάλων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μιλώντας για «αποτρόπαιο πραξικόπημα». Γνωρίζει ο πρωθυπουργός πως όταν ο Τούρκος πρόεδρος αναφέρεται σε τρομοκράτες εννοεί τους «γκιουλενιστές»; Θεωρεί η Ελλάδα τους «γκιουλενιστές» τρομοκράτες;

Το τρίτο ζήτημα αφορά στο ποια είναι η «πρόοδος» που κατά τον κ. Τσίπρα αναμένουμε το επόμενο διάστημα ώστε να υπάρξει επανέναρξη συνομιλιών. Θα είναι το θέμα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, που είναι και το μόνο που αποδέχεται η ελληνική διπλωματία ως διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, το αντικείμενο; Ή  θα μπουν στην ατζέντα και άλλα θέματα όπως παγίως επιδιώκει η τουρκική διπλωματία;

Η επίσκεψη Τσίπρα στην Άγκυρα, η οποία είναι και σήμερα σε εξέλιξη, αφήνει ερωτηματικά, περισσότερα από αυτά που υπήρχαν πριν. Από αυτήν την οπτική, πέραν του ότι υπηρετεί τον προεκλογικό σχεδιασμό του πρωθυπουργού, δύσκολα μπορεί κανείς να δει θετικές πτυχές της.