Skip to main content

Πρόσκληση από Αλ. Τσίπρα σε διάλογο για τα εργασιακά

Πρόσκληση προς τους κοινωνικούς φορείς για έναν «γόνιμο και δημιουργικό διάλογο για τη βελτίωση και την αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων, την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο» απηύθυνε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στην ετήσια γενική συνέλευση του ΣΕΒ.

Ο Πρωθυπουργός είπε ότι «χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που θα σέβονται τις κοινωνικές, ψυχολογικές και δημιουργικές πλευρές της εργασίας και δεν θα υποβιβάζουν τον εργαζόμενο σ’ ένα αναλώσιμο συντελεστή της παραγωγικής διαδικασίας».

«Η μονομερής, ακραίας νεοφιλελεύθερης προσέγγισης εμμονή στην ελαστικοποίηση της εργασίας, στη μείωση του εργατικού κόστους και στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, είναι σε τελευταία ανάλυση αντιπαραγωγική. Καθώς λειτουργεί εις βάρος όχι μόνο των εργαζομένων αλλά και της ίδιας της παραγωγικότητας της εργασίας», είπε ο Πρωθυπουργός.

«Κοινή ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική στο πνεύμα της ΚΑΠ»

«Η Ευρώπη χρειάζεται μια κοινή ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική στο πνεύμα κοινής αγροτικής πολιτικής (ΚΑΠ)», επεσήμανε ο κ. Τσίπρας, διευκρινίζοντας ότι η ΚΑΠ, «παρά τις αντιφάσεις και τις στρεβλώσεις της», έθεσε πριν περίπου 50 χρόνια δύο στόχους: την διατροφική επάρκεια της ηπείρου και την στήριξη του αγροτικού και του κτηνοτροφικού εισοδήματος.

«Και οι δύο στόχοι σε μεγάλο βαθμό επιτεύχθηκαν», είπε ο κ. Τσίπρας, τονίζοντας ότι αντίθετα, η ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική περιορίζεται κυρίως σε ρυθμιστικά θέματα για την αγορά και τα πνευματικά δικαιώματα, «αφήνοντας τα ουσιώδη ζητήματα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της κατανομής των πόρων στο εθνικό επίπεδο των κρατών – μελών».

Επίσης, έκανε λόγο για ανισότητες και «δυϊσμό ανάμεσα σε Βορρά – Νότο», ενώ υπογράμμισε ότι οι τέσσερις μεγάλες βιομηχανικές χώρες λαμβάνουν το 45% των κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ενώ η Ελλάδα το 2,3% παρότι έχει το 5% των ανέργων της Ε.Ε. Αναγνώρισε, ωστόσο, ότι το πρόγραμμα Γιούνκερ «αποτελεί θετική κίνηση στην κατεύθυνση αναζωογόνησης των επενδύσεων».

«Θα αξιοποιήσουμε τις δυνατότητές του στο έπακρον ώστε να επωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότερες μεγάλες και μικρές ελληνικές επιχειρήσεις», είπε ο κ. Τσίπρας και συμπλήρωσε ότι πρόσφατα εγκρίθηκαν 42 επενδυτικά σχέδια συνολικού ύψους 5,6 δισ. ευρώ που θα μπορούσαν να ενταχτούν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα.

«Να ανοίξουμε διάλογο για τις αιτίες της κρίσης»

Στην ανάγκη να ανοίξει στην Ε.Ε. ένας διάλογος που θα αφορά τις αιτίες της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, αλλά και τις αιτίες για την έξαρση των εθνικισμών και των εθνικών διενέξεων, στάθηκε επίσης ο Πρωθυπουργός.

«Οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, ανεξάρτητα από την τοποθέτηση μας, οφείλουμε να ανοίξουμε διάλογο για τις αιτίες της οικονομικής και πολιτικής κρίσης», επεσήμανε. «Μόνο αν συμφωνήσουμε ότι βρισκόμαστε σε πολιτική κρίση και συζητήσουμε με νηφαλιότητα για τις αιτίες θα μπορέσουμε να κοιτάξουμε μπροστά» συμπλήρωσε.

«Να ενισχύσουν τις επενδύσεις τους οι εγχώριες δυνάμεις»

Ο Πρωθυπουργός υποστήριξε ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι αναγκαίες για την αύξηση της απασχόλησης «με τον ρυθμό που επιθυμούμε».

Εν συνεχεία, απηύθυνε κάλεσμα «στις εγχώριες δυνάμεις που πιστεύουν στις προοπτικές της οικονομίας και τη δυναμική των επιχειρήσεων τους, να ενισχύσουν τις επενδύσεις τους» και πρόσθεσε: «Από την πλευρά μας κάνουμε όλα τα απαραίτητα βήματα για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης και την επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας».

«Η επιμονή στην πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης αποδείχθηκε λανθασμένη»

Ο Πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι «η επιμονή στην πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης αποδείχθηκε λανθασμένη» και πρόσθεσε ότι η ύφεση επιδείνωσε την κρίση.

Επανέλαβε επιπλέον ότι η κυβέρνηση δεν είχε ευθύνη για τις όποιες καθυστερήσεις. Στάθηκε επίσης στην ανάγκη να μην επαναληφθούν «αντίστοιχα φαινόμενα και πρακτικές» κατά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.

«Τυχόν Brexit θα προκαλέσει κλυδωνισμούς»

Ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε και στην κρισιμότητα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία, τονίζοντας ότι «ένα αρνητικό αποτέλεσμα, που όλες οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις απεύχονται, θα επιφέρει δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις στο σύνολο της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας», ενώ πρόσθεσε ότι «θα προκαλέσει μεγάλους κλυδωνισμούς στην ίδια την πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης».