Τις αντιρρήσεις της σε τέσσερα ουσιαστικά σημεία του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο που αφορά τις σχέσεις διαζευγμένων γονέων και παιδιών, εξέφρασε η Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, δια του πρόεδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Ηλείας Δημητρίου Δημητρουλόπουλου, κατά την κοινή συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης και της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η Ολομέλεια κρίνει αναγκαία τη νομοθετική πρωτοβουλία για τη μεταρρύθμιση διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου, προκειμένου «να αντιμετωπισθούν αβελτηρίες και στρεβλώσεις που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια του ισχύοντος νομικού πλαισίου».
Ωστόσο, διατυπώνει τη διαφωνία της ως προς τέσσερις διατάξεις του εν λόγω νομοσχεδίου, οι οποίες είναι:
1. Η διάταξη που προβλέπει τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της έννοιας του συμφέροντος του τέκνου, καθώς δεν προτάσσεται μεταξύ αυτών η καταλληλότητα των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας, η προσωπικότητα και η εν γένει επάρκεια τους να ανταποκριθούν στο λειτούργημα αυτό, αλλά προτάσσονται άλλες αρχές και κριτήρια που αλλοιώνουν τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα του οικογενειακού δικαίου.
2. Η διάταξη που προβλέπει ότι η επιμέλεια θα εξακολουθήσει να ασκείται όχι μόνο από κοινού αλλά και «εξ ίσου» από τους δύο γονείς, καθώς δια του τρόπου αυτού εισάγεται επί της ουσίας η υποχρεωτική εναλλασσόμενη κατοικία για το τέκνο, η οποία κατά τις εκτιμήσεις όλων σχεδόν των παιδοψυχιατρικών ενώσεων δεν είναι συμβατή με την ανάγκη του για τη διατήρηση ενός σταθερού περιβάλλοντος ως αναγκαίας συνθήκης για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξή του.
3. Η διάταξη που καθιερώνει το τεκμήριο του 1/3 του συνολικού χρόνου του τέκνου ως ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας του, δια φυσικής παρουσίας, με τον γονέα, με τον οποίο δεν θα διαμένει. Δεν είναι, κατ’ αρχάς, σκόπιμη και νομοτεχνικά ορθή η εισαγωγή ποσοτικού κριτηρίου στη ρύθμιση προσωπικών σχέσεων και δη των σχέσεων γονέα- τέκνων. Ο μη προσδιορισμός του χρόνου αναφοράς της διάταξης (π.χ. ανά εβδομάδα, μήνα, έτος) είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει προβλήματα. Επίσης ελλοχεύει ο σοβαρός κίνδυνος, προκειμένου να συμπληρωθεί ο χρόνος αυτός, το τέκνο να πρέπει να βρίσκεται με τον γονέα με τον οποίο δεν θα διαμένει, ολόκληρη την περίοδο των διακοπών και τα Σαββατοκύριακα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του «κακού γονέα», ο οποίος θα πρέπει να διαχειρίζεται όλη τη δύσκολη πλευρά της καθημερινότητας του παιδιού (σχολικές υποχρεώσεις, εξωσχολικές δραστηριότητες κ.λπ.) και του «καλού γονέα», ο οποίος θα βρίσκεται με το παιδί κατά τους χρόνους των διακοπών και της ανάπαυλας και
4. Τις διατάξεις που αναφέρονται στους λόγους που οδηγούν σε περιορισμό ή αποκλεισμό της επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα και στους λόγους που οδηγούν στην αφαίρεση της γονικής μέριμνας. Υπάρχουν σοβαροί λόγοι που θα έπρεπε να οδηγούν τουλάχιστον σε περιορισμό της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο και παραβλέφθηκαν όπως η εξάρτηση του γονέα από ναρκωτικές ουσίες, η οικονομική εκμετάλλευση του τέκνου, η παραμέληση των ζητημάτων της υγείας και της εκπαίδευσης του. Επίσης, υπάρχουν λόγοι, που προβλέφθηκαν μεν αλλά υποτιμήθηκαν, όπως στην περίπτωση τέλεσης κακουργηματικών πράξεων, που σχετίζονται με τη γενετήσια ελευθερία και αξιοπρέπεια του τέκνου, όπου θα πρέπει να αναμένεται η έκδοση οριστικής καταδικαστικής απόφασης για να απομακρυνθεί ο γονέας από τη ζωή του τέκνου, ενώ αυτό θα πρέπει να συντελείται με μόνη την τελεσίδικη παραπομπή του σε δίκη.