«Η ελληνική πλευρά πήρε αυτά που ήθελε», σχολίασαν κύκλοι του Μεγάρου Μαξίμου μετά το πέρας του Eurogroup, κάνοντας λόγο για θετικό μήνυμα στις αγορές.
Όπως ανέφεραν οι ίδιοι κύκλοι, υπήρξαν ριζικές αλλαγές σε σχέση με την απόφαση του Eurogroup της 22ας Μαΐου.
Κατά τις ίδιες πηγές, το κυριότερο σημείο της σημερινής απόφασης είναι «η – για πρώτη φορά – σαφής δέσμευση του Eurogroup ότι θα υποστηριχθεί η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές και η επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος, με τη δημιουργία, μάλιστα, ενός σημαντικού αποθέματος ρευστότητας για να στηριχθεί η έξοδος της χώρας στις αγορές».
Οι κύκλοι του Μαξίμου σημείωσαν ότι «έγινε δεκτή η γαλλική πρόταση για ρήτρα ανάπτυξης που αποτελούσε πάγια διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης από το 2015». Όπως πρόσθεσαν, «η γαλλική πρόταση ουσιαστικά γεφυρώνει τις διαφορετικές εκτιμήσεις ΔΝΤ και ευρωπαϊκών θεσμών και άρα διασφαλίζει έναντι των αγορών τη βιωσιμότητα του χρέους, αφού το Eurogroup δεσμεύεται ότι τα μέτρα για την απομείωση του χρέους, θα μεταβάλλονται ανάλογα με τη μεταβολή των ρυθμών ανάπτυξης». Ταυτόχρονα, κατά τις ίδιες πηγές, «αυτό μετατρέπει τους Ευρωπαίους εταίρους, σε συμμάχους στο στόχο της ανάπτυξης, αφού όσο περισσότερο μεγεθύνεται η ελληνική οικονομία, τόσο λιγότερο θα χρειαστεί να απομειώσουν το χρέος».
Όπως τόνισαν οι κύκλοι του Μαξίμου, «αποφασίστηκε περίοδος χάριτος και επέκταση της ωρίμανσης μέχρι 15 χρόνια σίγουρα, και ενδεχομένως για περισσότερο διάστημα, αν δεν επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης. Αυτό διασφαλίζεται από την υιοθέτηση της ρήτρας ανάπτυξης».
Οι ίδιες πηγές επεσήμαναν ότι «καθορίστηκαν τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2% από το 2023 και κατά μέσο όρο περίπου στο 2% ως το 2060. Επομένως, προβλέπεται η σταδιακή μείωση των πλεονασμάτων και κάτω από το 2%. Αυτή είναι μία πολύ σημαντική δέσμευση, καθώς προσδιορίζει το ύψος της απαιτούμενης απομείωσης χρέους, η οποία πλέον μπορεί να υπολογισθεί από αγορές και θεσμούς. Εξάλλου με αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα, η Ελλάδα θα είναι η μόνη χώρα της Ε.Ε. που θα βρίσκεται σε θετική εξαίρεση από το Σύμφωνο Σταθερότητας, καθώς με βάση αυτό θα υποχρεούνταν να έχει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2,6% στο μακροπρόθεσμο διάστημα και όχι 2% όπως τελικά συμφωνήθηκε».
Οι ίδιες πηγές στέκονται στη δέσμευση του Eurogroup «για ένα φιλόδοξο πακέτο αναπτυξιακών δράσεων από ευρωπαϊκά κονδύλια που θα δώσει προοπτική υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία στο μεσοπρόθεσμο διάστημα (2018-2022)». Σημείωσαν επίσης ότι έγινε αποδοχή του πάγιου αιτήματος της κυβέρνησης για ίδρυση Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Οι κύκλοι του Μεγάρου Μαξίμου ανέφεραν ότι «υπήρξε θετική εκτίμηση του ΔΝΤ σε σχέση με τη βιωσιμότητα του χρέους, σε αντίθεση με την εκτίμηση της 22ας Μαΐου, όπου το ΔΝΤ θεωρούσε ότι το ελληνικό χρέος δεν βρίσκεται σε τροχιά βιωσιμότητας».
Στην κυβέρνηση επισημαίνουν εξάλλου ότι «αποφασίστηκε η δόση να είναι μεγαλύτερη από τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου αφού δίνει την δυνατότητα για πληρωμές ληξιπρόθεσμων οφειλών ύψους περίπου 1,6 δισ.».