Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Δεν έχει τελειώσει το θέμα των πρόωρων εκλογών για τον πρωθυπουργό, όπως δεν τελειώνουν και οι διάφορες εισηγήσεις υπέρ της διενέργειάς τους, όχι μόνο από στενούς συνεργάτες και στελέχη της κυβέρνησης ή της ΝΔ αλλά και από άλλους συνομιλητές του, εκτός πολιτικού κύκλου.
Ο προβληματισμός του κ. Μητσοτάκη δεν έχει να κάνει με την επιχειρηματολογία της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί «απόδρασης». Ο πρωθυπουργός είναι σε θέση να γνωρίζει με λεπτομέρειες τα δύο βασικά σενάρια για τους επόμενους μήνες στην οικονομία, η φύση της νέας κρίσης όμως – σε αντίθεση με την κρίση του 2010 – δεν είναι τέτοια που θα διαλύσει την κυβέρνηση εις τα εξ ων συνετέθη όπως διάλυσε την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου.
Στον στενό κύκλο των συζητήσεων του κ. Μητσοτάκη κυριαρχεί η εκτίμηση ότι η ύφεση θα είναι μεγάλη και βαθιά. Ό,τι σε αντίθεση με όσους προβλέπουν εύκολο και αυτονόητο το V στην οικονομία τα μέτρα στήριξης της πρώτης και της δεύτερης φάσης – δηλαδή ως και το φθινόπωρο – δεν θα μπορέσουν να ισορροπήσουν τα πράγματα. Και ότι θα χρειαστεί το τρίτο κύμα παρεμβάσεων της ΕΕ και των κυβερνήσεων για να στηριχθούν ουσιαστικά η ευρωπαϊκή κα κατ΄ επέκταση οι εθνικές οικονομίες. Διευκρινίζεται ωστόσο ότι η νέα κρίση έχει τρεις δομικές διαφορές σε σχέση με την κρίση του 2010.
Πρώτον, δεν θα είναι μία κρίση ελληνική, αλλά ευρωπαϊκή και παγκόσμια, που σημαίνει ότι δεν αναμένεται το μεγάλο βάρος του καταλογισμού των ευθυνών από την κοινή γνώμη να πέσει στην κυβέρνηση.
Δεύτερον, σε αυτήν την κρίση αναμένεται η ΕΕ να αντιδράσει – παρά τα αργά αντανακλαστικά – με ρευστότητα που δεν υπήρξε στην κρίση του 2010 και που εύθραυστες οικονομίες, όπως η ελληνική, οφείλουν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο.
Τρίτον, σε αυτήν την κρίση – αν δεν υπάρξουν νέες αρνητικές εκπλήξεις σε υγειονομικό επίπεδο – η Ελλάδα δεν θα είναι στο επίκεντρο. Η Ευρώπη θα πρέπει να βρει τον τρόπο, να στηρίξει πρωτίστως την Ιταλία, με δεδομένο ότι μία ενδεχόμενη κρίση χρέους στη γειτονική χώρα είναι αυτόματα και κρίση χρέους της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Έχει δημιουργηθεί λοιπόν η πεποίθηση στο Μαξίμου ότι για την ελληνική οικονομία που είναι αντικειμενικά σε καλύτερη φάση από το 2010 και με τις αγορές ανοικτές, θα προκύψει μία νέα αφετηρία. Και το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι πως η κυβέρνηση –που διατηρεί δημοσκοπική διαφορά ασφαλείας, αυτήν την περίοδο τουλάχιστον – μπορεί να την εκμεταλλευθεί καλύτερα.
Το σκεπτικό που παίρνει προβάδισμα στο Μαξίμου είναι πως ο πρωθυπουργός πρέπει να συγκροτήσει μία κυβέρνηση με νέο βασικό προσανατολισμό την απορρόφηση κάθε δυνατού κοινοτικού πόρου, την άμεση και αποτελεσματική υλοποίησή του αλλά και την πραγματοποίηση δύσκολων μεταρρυθμίσεων που θα βάλουν την ελληνική οικονομία στις χώρες που θα εκμεταλλευτούν την ευκαιρία που θα δημιουργηθεί.
Σε αυτό το σημείο υπάρχει ο προβληματισμός πως μπορεί να υπηρετηθεί αποτελεσματικά αυτή η στρατηγική. Με δομικό ανασχηματισμό η με πρόωρες εκλογές;
Το σενάριο του δομικού ανασχηματισμού έχει το αβαντάζ ότι μπορεί να αποτελέσει τη βάση ανανέωσης, της συγκρότησης μίας κυβέρνησης με διαφορετικά χαρακτηριστικά, να αναδείξει την πρόθεση του πρωθυπουργού να συνεργαστεί και με άλλα στελέχη από άλλους πολιτικούς χώρους διευρύνοντας στην πράξη το πολιτικό του προφίλ, ενώ αντιμετωπίζει τόσο το ρίσκο της σκοπιμότητας που ενέχει μία αχρείαστη – υπό την έννοια της μη δικαιολογημένης για την κοινή γνώμη – πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Επειδή αρκετοί πιστεύουν ήδη ότι ο κ. Μητσοτάκης σε αυτό θα καταλήξει, στην κυβέρνηση έχουν ήδη αρχίσει τα υπόγεια κτυπήματα και οι ίντριγκες μεταξύ υπουργών, κομματικών στελεχών. Για παράδειγμα, ο υπουργός Τουρισμού που σήμερα κατηγορείται από μερίδα του Τύπου ότι διέρρευσε το σχέδιο για τη στήριξη του Τουρισμού και αυτό έχει εξοργίσει τον πρωθυπουργό, φέρεται να δηλώνει άγνοια και απορία μαζί λέγοντας ότι συνεργάζεται στενά και καθημερινά με τον πρωθυπουργό για να οριστικοποιηθεί το σχέδιο στήριξης του Τουρισμού και δεν του έχει μεταφερθεί κάποια δυσαρέσκεια εκ μέρους του για κάποια ενέργειά του.
Το σενάριο των πρόωρων εκλογών έχει το πλεονέκτημα ότι δίνει στον νικητή των εκλογών την ευκαιρία να ξεκινήσει από νέα αφετηρία, παράλληλα και ταυτόχρονα με την έναρξη του ευρωπαϊκού σχεδίου. Δίνει νέα, ανανεωμένη και νωπή λαϊκή εντολή αλλά και περισσότερη ισχύ – εντός και εκτός κόμματος – για την υλοποίηση αναγκαίων και δύσκολων μεταρρυθμίσεων. Έχει όμως το μειονέκτημα ότι πρέπει να μην εμφανιστεί ως μία καιροσκοπική επιλογή που βάζει σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο την οικονομία, από αυτούς που ήδη έχει να αντιμετωπίσει.
Το δίλημμα είναι υπαρκτό και αφορά τον πρωθυπουργό.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει ανοίξει μέχρι στιγμής τα χαρτιά του. Το γεγονός ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διαρκώς διαψεύδει φήμες και πληροφορίες περί πρόωρων εκλογών – τις οποίες έχουν φροντίσει να διαρρεύσουν από πριν είτε η αξιωματική αντιπολίτευση για να τις «κάψει», είτε πηγές της ΝΔ για να τις επιβάλλουν – δε σημαίνει και πολλά πράγματα. Είναι στο πλαίσιο των υποχρεώσεών του.
Το κρίσιμο είναι ότι ο χρόνος πιέζει και η όποια απόφαση θα ληφθεί σχετικά σύντομα από τον κ. Μητσοτάκη.