Skip to main content

Σ. Τσιόδρας: Επίσημη σύσταση, όχι ακόμα επίσημη έγκριση για το Remdesivir

Και στα φάρμακα αναφέρθηκε εκτενώς το Σάββατο ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας Σωτήρης Τσιόδρας, στην τακτική απογευματινή ενημέρωση για τον κορωνοϊό.

Έκανε, μάλιστα, λόγο για «θετικά νέα», καθώς επετράπη πλέον από τις Αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής η χρήση σε επείγουσα βάση του αντιϊικού φαρμάκου ρεμντεσιβίρη (Remdesivir). «Είναι πλέον το πρώτο φάρμακο που εγκρίνεται για την αντιμετώπιση της νόσου σε νοσοκομειακό επίπεδο. Ένα φάρμακο που δίνεται ενδοφλέβια, μια φορά την ημέρα για δέκα ημέρες» σημείωσε.

Όπως εξήγησε, η διαφορά ανάμεσα στην επείγουσα σύσταση, που υιοθετήθηκε από τον Αμερικανικό Οργανισμό Φαρμάκων, σε σχέση με την επίσημη έγκριση, αφορά την τρέχουσα επείγουσα κατάσταση της Δημόσιας Υγείας. Αν υπάρξουν περισσότερα θετικά δεδομένα, θα υπάρξει και επίσημη έγκριση. Για κανένα από τα τρέχοντα φάρμακα δεν υπάρχει επίσημη έγκριση, διευκρίνισε.

Σύμφωνα με τον καθηγητή, με αυτή την έγκριση, το φάρμακο θα μπορεί να χορηγηθεί σε ενήλικες ή παιδιά που νοσηλεύονται με σοβαρή μορφή της νόσου, όπως χαμηλό οξυγόνο αίματος, ανάγκη για οξυγονοθεραπεία ή μηχανικός αερισμός με αναπνευστήρα.

«Το φάρμακο φαίνεται να βοηθάει κάποιους ασθενείς να αναρρώνουν ταχύτερα, κατά περίπου 30% ή περίπου 4 ημέρες, σε μια μελέτη 1.063 ατόμων στην οποία συμμετείχαν και τέσσερα κέντρα στην Ελλάδα» είπε ο κ. Τσιόδρας.

Παράλληλα, ενημέρωσε πως τα συχνά χρησιμοποιούμενα φάρμακα για την αρτηριακή υπέρταση, «την πίεση όπως τη γνωρίζει ο λαός», δεν φαίνεται να αυξάνουν την ευαισθησία στη μόλυνση από τον κορωνοϊό ή να αυξάνουν τον κίνδυνο να αρρωστήσει κανείς σοβαρά με την ασθένεια, σύμφωνα με τρεις μεγάλες μελέτες οι οποίες δημοσιεύτηκαν χθες στο υψηλής επιστημονικής απήχησης περιοδικό New England Journal of Medicine, ένα από τα καλύτερα ιατρικά περιοδικά στον κόσμο. «Είναι οπωσδήποτε θετικά νέα για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που παίρνουν αυτά τα φάρμακα» σημείωσε. Όπως εξήγησε, αυτά τα ευρήματα είναι μια «ανακούφιση για τους ασθενείς που άκουγαν παρόμοια ερωτηματικά και ρωτούσαν αν έπρεπε να σταματήσουν τα φάρμακα αυτά. Έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί από επιστημονικούς κύκλους φαίνεται πως το απαγορευτικό, το περίφημο lockdown, είχε οδηγήσει σε αύξηση των επεισοδίων αρτηριακής υπέρτασης, ίσως από το στρες, ίσως από τη λιγότερη φυσική άσκηση ή τις διαφορετικές διατροφικές συνήθειες».

Σύμφωνα με τον κ. Τσιόδρα, ένα άλλο σημαντικό ερώτημα που απαντήθηκε από αυτές τις μελέτες είναι εάν ο ισχυρός παράγοντας κινδύνου ήταν η ίδια η νόσος του καρδιαγγειακού ή τα συνοδά φάρμακα που χρησιμοποιούσαν γενικότερα οι καρδιοπαθείς. «Πλέον δεν υπάρχει αμφιβολία πως η νόσος επηρεάζει αρνητικά το καρδιαγγειακό σύστημα» ανέφερε ο καθηγητής.