Για επίσκεψη του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στην Ουάσιγκτον, «εντός του 2021, εφόσον το επιτρέψουν, οι επιδημιολογικές συνθήκες» μίλησε σήμερα η κυβερνητική εκπρόσωπος, καθώς, «με αφορμή και τα 200 χρόνια από την Επανάσταση, η Ελλάδα αναγνωρίζεται όχι μόνο ως κοιτίδα της Δημοκρατίας, αλλά και των ιδανικών της Ελευθερίας, των ιδανικών που ενέπνευσαν και την αμερικανική Επανάσταση, που ενώνουν και τους δύο λαούς».
Μιλώντας στον «Real FM», η Αριστοτελία Πελώνη επισήμανε πως η χθεσινή τηλεφωνική επικοινωνία του πρωθυπουργού με τον Τζο Μπάιντεν ακολούθησε αμέσως μετά την παρέμβαση του αμερικανού προέδρου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. «Μια παρέμβαση ιστορική, διότι οι Ευρωπαίοι αναγνώρισαν ότι αυτό έχει να γίνει πάρα πολύ καιρό. Δείχνει και τις προθέσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης να επανεκκίνησει τη διατλαντική συνεργασία. Ο κ. Μπάιντεν έχει πει ότι πιστεύει πάρα πολύ σ’ αυτό και σε συνεργασία με όλους τους πολυμερείς θεσμούς».
Όπως συμπλήρωσε, η ημίωρης διάρκειας συνομιλία Μητσοτάκη-Μπάιντεν «έγινε σε εξαιρετικά θερμό κλίμα. Είναι γνωστές οι σχέσεις που έχει ο κ. Μπάιντεν με την Ελλάδα. Γνωρίζει πολύ καλά τα θέματα της περιοχής και έχει πολύ στενές σχέσεις με την ελληνοαμερικανική κοινότητα. Οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται σε εξαιρετικά καλό επίπεδο. Στο καλύτερο, ίσως, επίπεδο των τελευταίων ετών. Αναγνωρίζεται η Ελλάδα, ως ένας κρίσιμος σύμμαχος και δύναμη σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Είχε προηγηθεί και το πολύ θερμό μήνυμα του κ. Μπάιντεν για τα 200 χρόνια από την ελληνική Επανάσταση» σημείωσε.
Σε ό,τι αφορά στη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εξήγησε πως το κείμενο της Κοινής Δήλωσης των ηγετών των 27, είναι «ρεαλιστικό και ισορροπημένο. Το σημαντικό είναι ότι πατάει πάνω στην έκθεση Μπορέλ και σε προηγούμενες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Τουρκία, που σημαίνει ότι επαναφέρει και όποια προηγούμενη απόφαση υπάρχει. Περιγράφει μία διττή προσέγγιση, “καρότου και μαστίγιου”, η οποία περιλαμβάνει προτάσεις για θετικά μέτρα και βάζει και περιοριστικά μέτρα στο τραπέζι, εφόσον η Τουρκία επανέλθει σε μονομερείς ενέργειες ή παραβατική συμπεριφορά έναντι κρατών-μελών. Αυτό προφανώς αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι οι όποιες οριστικές αποφάσεις – όπως αναφέρεται στην Κοινή Δήλωση – παραπέμπονται καταρχάς τον Ιούνιο. Κυρίως, όμως, ότι τα όποια θετικά μέτρα και οι αποφάσεις, είναι υπό αίρεση, έχουν όρους και προϋποθέσεις, θα είναι και αναστρέψιμες. Αυτό σημαίνει ότι η τουρκική συμπεριφορά βρίσκεται υπό διαρκή αξιολόγηση και επιτήρηση για τις τελικές αποφάσεις και κάθε κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση, προφανώς θα φέρει πίσω και την όποια θετική ατζέντα. Δεν δίνεται, δηλαδή, λευκή επιταγή» επισήμανε η κ. Πελώνη.
Η ίδια συμπλήρωσε πως η ελληνική πλευρά υπογραμμίζει την αναστρεψιμότητα, τους όρους και τις προϋποθέσεις, «διότι στην πραγματικότητα επιβεβαιώνει αυτό που λέει η ελληνική Κυβέρνηση εδώ και πολύ καιρό, ότι έπρεπε να ασκηθεί πίεση στην Τουρκία. Τα περιοριστικά μέτρα και οι κυρώσεις δεν είναι αυτοσκοπός, είναι εργαλείο πίεσης για αλλαγή της συμπεριφοράς. Αναγνωρίζεται, λοιπόν, στην Τουρκία ότι έδειξε κάποια βήματα προόδου προς την αποκλιμάκωση, ωστόσο αυτό πρέπει να αξιολογηθεί ότι έχει συνέπεια και συνέχεια σε βάθος χρόνου. Βεβαίως θα είναι αναστρέψιμο το οτιδήποτε, εφόσον επανέλθει σε αυτές τις συμπεριφορές. Άρα, εναπόκειται στην ίδια την Τουρκία να αποφασίζει τι είδους σχέση θέλει με τους γείτονές της και εν τέλει τι είδους σχέση θέλει με την Ευρωπαϊκή Ένωση» δήλωσε η κυβερνητική εκπρόσωπος.