Ο βασιλιάς Σαλμάν επανέλαβε την υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας στη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, μετά τις δηλώσεις του γιου και διαδόχου του ότι οι Ισραηλινοί έχουν δικαίωμα να ζήσουν ειρηνικά στη δική τους γη – μια σπάνια δήλωση για Άραβα ηγέτη.
Ο μονάρχης της Σ. Αραβίας τόνισε επίσης την ανάγκη να προχωρήσει η ειρηνευτική διαδικασία σε τηλεφωνική συνδιάλεξη που είχε με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ το βράδυ της Δευτέρας, μετά τον θάνατο 16 Παλαιστινίων από πυρά των ισραηλινών δυνάμεων ασφαλείας την περασμένη εβδομάδα στη διάρκεια διαδήλωσης κατά μήκος των συνόρων του Ισραήλ με τη Γάζα.
Ο Σαλμάν επαναβεβαίωσε «τη σταθερή θέση του βασιλείου για το παλαιστινιακό ζήτημα και τα νόμιμα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού σε ένα ανεξάρτητο κράτος με την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα», ανέφερε το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων SPA.
Το δημοσίευμα δεν αναφέρεται στα σχόλια του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα στο περιοδικό The Atlantic των ΗΠΑ, που είναι η πιο πρόσφατη δημόσια ένδειξη ότι οι σχέσεις ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και στο Ισραήλ μπορεί να γίνονται όλο και πιο στενές.
Απαντώντας σε ερώτηση αν πιστεύει ότι ο εβραϊκός λαός έχει δικαίωμα σε ένα έθνος-κράτος σε ένα μέρος τουλάχιστον της γης των προγόνων του, ο πρίγκιπας Μοχάμεντ είπε:
«Πιστεύω πως οι Παλαιστίνιοι και οι Ισραηλινοί έχουν το δικαίωμα να έχουν τη δική τους γη. Αλλά πρέπει να έχουμε μια συμφωνία ειρήνης προκειμένου να διασφαλίσουμε τη σταθερότητα για όλους και να έχουμε κανονικές σχέσεις».
Η Σαουδική Αραβία, γενέτειρα του Ισλάμ και έδρα των πιο ιερών τόπων του, δεν αναγνωρίζει το Ισραήλ. Υποστηρίζει επί χρόνια ότι η εξομάλυνση των σχέσεων εξαρτάται από την αποχώρηση του Ισραήλ από την αραβική γη που κατέλαβε με τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή το 1967, εδάφη στα οποία οι Παλαιστίνιοι επιδιώκουν να ιδρύσουν το μελλοντικό κράτος τους.
Η αυξανόμενη ένταση ανάμεσα στο Ριάντ και την Τεχεράνη έχει οδηγήσει σε εκτιμήσεις ότι κοινά συμφέροντα μπορεί να ωθήσουν τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ να εργαστούν από κοινού εναντίον μιας κοινής, όπως την αντιλαμβάνονται, ιρανικής απειλής.